Πάντοτε , υποθέτω, χωρίς να το γνωρίζω έψαχνα δρόμους για να καταργήσω τα αντικείμενα, αναζητούσα τρόπους για να συναντήσω τα πράγματα αλλιώς.
Με τρὀμαζε ίσως η στερεότητα των αντικειμένων, η ασάλευτη υπαρξή των έτσι καθὠς σιωπηλά έπρεπε να ίστανται απέναντι και να απειλούν να μαρτυρήσουν σε όλους τις ευάλωτες άμυνες μου, να φωνάξουν παντού πως είμαι εύθραυστος, πήλινος κι από πάνω δειλός.
Με φόβιζε πιθανώς η ασάλευτη κατακόρυφη σκιά των αντικειμένων που απλώς ακολουθούσε τους ήλιους να δύουν και δεν ταλαντεύοταν σε ανακατωμένα και εύτρεπτα αισθήματα επάνω.
Γιαυτό πιθανώς να ήθελα πάντα να καταργήσω τα αντικείμενα, να υποταχτώ εγώ σε αυτά , να χαθώ ίσως, να πάψουν εκείνα να είναι αντικείμενα ελλεἰψει υποκειμένου.
Ζητούσα, μάλλον, χωρίς να το γνωρίζω μια νέα σχέσιν, μιαν άλλη διάταξι των πραγμάτων μιαν ἀλλη διαρκή ροή των όντων σε ένα κόσμο χωρίς φοβερούς αταλάντευτους ίσκιους και σταθερή πορεία των ήλιων επάνω απο εκτεθειμένα ανυπεράσπιστα χρυσοπράσινα χωράφια ηλιοτροπίων και σεμνούς καρποφόρους αναμένοντες τους ωραίους καρπούς αμπελώνες.
Ακόμα δεν έμαθα, παρόλα αυτά, τον τρόπο, δεν βρήκα εισέτι τον δρόμο να καταργήσω τα αντικείμενα, ακόμη δεν βρήκα δηλαδή της ζωής τον ρυθμό. Έτσι ακόμα γράφω με λέξεις τις οοίες μπορείτα να εννοείτε, γιαυτό χειρονονώ με τρόπους που μπορείτε να αισθάνεστε, γιαυτό ακόμα, ματαίως μάλλον, ως υποκείμενο ομιλώ.
Οιδίπους επί Κολονῷ, ζωγραφική με ακρυλικά μελάνια σε πέτρα Υμηττού, 2020.