Να, θα μπορούσα τώρα μεσ το μεθυσμένο από γλύκα και χρώματα βασιλικά δείλι, να αρχίσω να σας μιλώ για τον εμό εαυτό.
Να σας έλεγα πως έφτασα ως εδώ, τί με στήριξε στη γη, τί με τίναξε στον αέρα, τί με εμπόδισε να πετάξω. Να σας έλεγα για πληγές που δεν επουλώθηκαν και γιά άλλες που η λησμονιά τις έκρυψε επιμελώς σε δώματα αθέατα κι ανήλιαγα να σαπίσουν.
Θα μπορούσα αλλά δεν θάχε σημασία καμμιά μήτε όφελος κανένα για κανέναν θαρρώ.
Ετσι, προτιμώ τώρα που μέλωσε του ήλιου το φως και μακρύναν σα λελέκια των πεύκων και των κυπάρισσων οι σκιές, να σας πως γιά πράγματα που αγαπώ, για πράγματα αληθινά με σάρκα και οστά , με βάρος και διαστάσεις, με μυρουδιά και γεύση.
Πολλά θα μπορούσα να μολογήσω, αλλά θάταν βαρετό θαρρώ.
Έτσι στα λίγα εκλεκτά θα αρκεστώ.
Αγαπώ τη θάλασσα. Πάνω απ᾽όλα αγάπω τη θάλασσα, το ασίγαστο και πολύτροπο κάλεσμα της, τη μυρουδιά της, την ανάσα της δίχως να είμαι θαλασσίνὀς μήτε κοντά της γεννημένος. Αγαπώ τα νοτισμένα μάτια, τις πευκοβελόνες μετά από απαλή βροχή, τους γλάρους να βουτάν στους αφρούς καραβιών που κινούν για πηγεμό. Αγαπώ τα καψαλισμένα χωράφια των κάμπων που περιμένουν καταδεκτικά τη σπορά, τους κορυδαλλούς να παιανίζουν σιωπητήριο τα δειλινά, τη μυρουδιά από φρεσκομένο καρπούζι τα νωθρά μεσημέρια του Αυγούστου, τους γαλαζωπούς, από οφθλαμαπάτη, ίσκιους του καλοκαιρού επάνω σε ασβεστομένους μαντρότοιχους, τις ψιψίνες που λαγοκοιμούνται σε πεζούλια κυκλαδικά.
Κι απ᾽ τις γεύσεις και τις μυρουδιές θα ξεχώριζα το ζυμωτό φέσκο ψωμί, τα άσπρα βασιλικά του Αυγούστου σύκα, το γλυκό νεράτζι του κουταλιού κερασμένο πρόσχαρα με δροσερό πηγής νερό και το μέλι του θυμαριού.
Αγαπώ τα αρχαία μάρμαρα, τα τσαλακωμένα λινά του Καλοκαιριού, κι ας μην προτιμώ να τα φορέσω, τις μετρημένες σταγόνες ιδρώτα που κυλούν λυτρωτικά σε μέτωπα αγοριών και κοριτσιών καταμεσίς στη ζέστη.
Αγαπώ πολύ τα Φθινόπωρα. Ολόκληρα τα Φθινόπωρα και τους γέροντες Χειμώνες με όσα κρύβουν κι όσα τα βράδυα τους μολογούν.
Κι απ᾽ την Άνοιξη ένα μονάχα αγάπω πολύ. Πολύ όμως. Την Μεγάλη Βδομάδα που μυρίζει πορτοκαλανθούς κι Ανάσταση κι ελπίδα παντού και ξεπλένει ακόμα και τους λερούς των μεγαλοπόλεων δρόμους.
Αγαπώ όμως και τα πρόσωπα όλων των ανθρώπων. Προπάντων αυτά. Όλα όμως. Τα παιδικά, τα νεανικά, τα ώριμα , τα γερασμένα, τα γεμάτα έρωτα, όνειρα κι ελπίδες, τα αδειασμένα απο προσδοκίες και προσμονές, ακόμα κι αυτά που φέρουν επάνω τους την παραδοχή της ήττας και το φόβο απ᾽ την επικείμενη μεγάλη φυγή.
Κι άλλα πολλά αγαπώ αλλά δεν θάχε θαρρώ σημασία και όφελος κανένα για κανέναν να πω.