Παλιά είμουνα νέος και αγαπούσα τις ιδέες και τη τελειότητα που υπόσχονται, τρεφόμουνα από την βεβαιότητα που δίνει στο νου η δήθεν κατανόηση και η τακτοποίηση των πραγμάτων.
Μεγάλωσα κάπως και εγκατέλειψα τον κόσμο των ιδεών. Γοητεύτηκα πολύ απ᾽ την αισθητική και άρχισα να γυρεύω την ομορφιά σε πράγματα, ανθρώπους, στο ένδοξο παρελθόν και στο ελπιδοφόρο μἐλλον.
Κουράστηκα άμα είδα πως ζω μεταφυσικά. Κουράστηκα σαν είδα πως ἔμενα νηστικός θεωρώντας εκστατικά προς απλησίαστα πράγματα και θαμπά. Ένοιωσα πως χάνω το παρόν, πως χάνω τη ζωή μου σε ματαιότητες.
Μεγάλωσα κι άλλο, εν τω μεταξύ. Γειώθηκα κιόλας θέλοντας και μή. Μπήκα στην νεότητα της μεγάλης ηλικίας.
Τώρα δεν κοιτώ πιά των ιδεών την τελειότητα, ούτε την μεταφυσική αλήθεια της αισθητικής ψάχνω.
Σχεδόν τίποτα δεν ζητώ.
Μήτε να ερμηνεύσω ποθώ, ούτε να καταλάβω τα νοήματα και τους λόγους γυρεύω, και κυρίως δεν επιθυμώ να τακτοποιήσω γη και ουρανό.
Τώρα μονάχα ψἀχνω τρόπο να είμαι στην ώρα μου, να βρίσκομαι εκεί όταν τα πράγματα, οι ανάγκες, η ζωή, οι κινήσεις, οι άνεμοι, τα χρώματα του κόσμου, οι θάλασσες, των δένδρων οι καρποί , των ανθρώπων τα αισθήματα και οι ψυχές φτάνουν στην πιό καλή τους στιγμή, στην ωραία τους στιγμή.
Εκεί θέλω να βρεθώ και να είμαι κι εγώ κομμάτι, απλό κομμάτι αχὠριστο αυτού του καιρού.
Στην ωραιότητα της ζωής επιθυμώ να υπάρχω για να μπορώ με γεύση λιγης πληρότητας τις κροκόπεπλες αυγές να συναντώ.