Η ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΑ ως ΠΟΙΗΣΗ
Η ζωγραφική των εικόνων- με γενικό τρόπο μιλώντας- στην ελληνική εικαστική παράδοση μοιάζει μάλλον με την γραφή και είναι πολύ πιό κοντά στην ποιητική τέχνη. Κι ετούτο γιατί στην παράδοση αυτή, η ζωγραφική δεν κατανοήθηκε ως αντικειμενική- ορθή αναπαράσταση της τυχαιότητας της πραγματικότητας των φαινομένων αλλά ως απόπειρα να αναδομηθεί ο κόσμος με βάση έναν εσωτερικό λόγο εις τρόπον ώστε να παρουσιαστεί ενώπιον της εκκλησίας του δήμου μιά εικόνα έλλογη που να είναι αληθινός κόσμος-κόσμημα.
Οι εικόνες συνεπώς προέρχονται από μέσα, από τον νου και την ψυχή του καλλιτέχνη, δεν είναι απλώς μια υπόθεση του ματιού αλλά “υπόθεσες ψυχικές”. Δεν είναι μηχανική “ορθή κατασκευή” που αναπαριστά ψυχρά την πραγματικότητα. Ακόμα κι όταν οι φόρμες που χρησιμοποίησε η τέχνη προσομοίαζαν μιμητικώς στον κόσμο των φαινομένων (ελληνιστικός νατουραλισμός), ακόμα και τότε αυτό, που συνέστηνε την εικόνα ήταν η εσωτερική προέλευση της, το πρόσωπο δηλαδή του καλλιτέχνη.
Με αυτά τα δεδομένα μπορούμε να πούμε πως η εικόνα στην ελληνική εικαστική παράδοση ήταν ανέκαθεν και έμεινε μέχρι τέλους-μέχρι τον τον λαϊκό ζωγράφο Θεόφιλο δηλαδή- γραφή, μιά έλλογη ποιητική καταγραφή που περιγράφει φαινόμενα , μεταφέρει πληροφορίες, ιδέες και αισθήματα, το δράμα και την χαρά της ζωής, όμως πρωτίστως καταγράφει την εμπειρία ζωής του γράφοντος ποιητή.
Η ζωγραφική στην καθ´ημάς παράδοση είναι ποιητικό γεγονός σε γραμμές και χρώματα.
Στοιχημένη σε αυτήν την ελληνική εικαστική παράδοση η τέχνη των εικόνων της εκκλησίας ( αυτό που σήμερα ονομάζπουμε αγιογραφία) συνέχισε να εργάζεται και να δημιουργεί.
Έτσι οι εικονογράφοι- αγιογράφοι γράφουν-ζωγραφίζουν εικόνες που δεν είναι “νατουραλιστικά” πορτραίτα που δείχνουν ψυχρά και αντικειμενικά τα φαινόμενα, αλλά είναι εικόνες εσωτερικής πρόλευσης, ποιητικά γεγονότα που καταγράφουν πρόσωπα και πράγματα μέσα σε μια εμπειρία εκκλησίας, μέσα σε μια εμπειρία “κοινωνίας παραδείσου”.
Ο αγιογράφος δεν είναι, ή εν πάσει περιπτώσει δεν πρέπει να είναι, απλός αντιγραφέας αλλά καλείται να γίνει γραφεύς. Κι όπως ο αληθινός ποιητής δεν αντιγράφει απλώς λέξεις ξένες, ούτε χρησιμοποιεί την εμπειρία ζωής άλλων δείχνοντας την για δική του, έτσι κι ο αγιογράφος καλείται να λειτουργήσει, να “γράψει” δηλαδή πρόσωπα και πράγματα της Θείας Οικονομίας μέσα από την δική του εμπειρία ζωής, όση κι όποια κι αν είναι αυτή. Αλλιώς οι εικόνες δεν θα είναι πλήρεις. Θα φέρουν ίσως τα τυπικά χαρακτηριστικά των αγίων και των συνθέσεων, θα μεταφέρουν ίσως την θεολογική ερμηνεία με την οποία είναι φορτισμένα πολλά των στοιχείων τως εικόνων, θα διαθέτουν ίσως την εικαστική ωραιότητα καλών γραμμών και εξαίσιων χρωμάτων, αλλά δεν θα μεταφέρουν την προσωπική εμπειρία του γράφοντος. Θα λείπει κάτι που κάνει κάθε εικόνα να γίνεται ποιητικό γεγονός, δηλαδή αληθινό γεγονός.
Προς αποφυγή παρεξηγήσεων να πούμε εδώ πως η εικόνα, εφόσον τηρεί τα καθιερωμένα τυπικά, δεν θα πάψει να είναι εικόνα αυθεντική και προσκυνητέα αλλά θα είναι ελλειπής ως προς το ποιητικό της μέρος. Η έλειψη αυτή της ποιητικής διάστασης, όσο κι αν ανήκει στα συμβεβηκότα, στα περιουσικά στοιχεία των εικόνων δεν καταστρέφει την αυθεντικότητα τους, αλλά έχει συνέπειες ως προς την λειτουργία της για τες οποίες ισως πούμε άλλη φορά.
Τώρα μη ερωτήσετε πως γίνονται όλα αυτά και πως φτάνει κανείς στην ποιητικότητα της εικόνας. Δεν γνωρίζω. Κανένας εξάλλου θαρρώ ποιητής δεν θα μπορούσε να συμβουλέψει αναλόγως, καθότι η ποίηση είναι μυστήριο ίδιο με αυτό του έρωτα της καρδιάς του ανθρώπου.