ΑΝΕΣΤΙΟΙ ΠΡΟΣΦΕΥΓΟΝΤΕΣ . ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΑΓΙΟΥ ΜΑΡΚΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ

ΑΝΕΣΤΙΟΙ ΠΡΟΣΦΕΥΓΟΝΤΕΣ
Το ταξίδι των ανέστιων προσφευγόντων σύνεχίζεται. Το ταξίδι αυτό ξεκίνησε πέρυσι το Καλοκαίρι στο φιλόξενο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού της Θεσσαλονίκης και συνεχίστηκε τον Σεπτέμβριο , ως μιά από τις κεντρικές εκδηλώσεις του Πανεπιστημίου Αθηνών ( ΕΚΠΑ) στο Πολιτιστικό κλέντρο του Δήμου Αθηναίων Μελίνα Μερκούρη.
Η νέα στάση των Ανέστιων Προσφευγόντων σε φιλόξενη γη, είναι το Ηράκλειο της Κρήτης και η Δημοτική Πινακοθήκη του, η Περίφημη ιστορική Βασιλική του Αγίου Μάρκου στα Λιοντάρια.
Η έκθεση ανεβαίνει με την υποστήριξη του Επικοινωνιακού και Μορφωτικού Ιδρύματος της Ιεράς Αρχιεπικοπής Κρήτης και με πρόταση του ίδιου του Σεβασμιωτάτου και προέδρου του Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Κρήτης κ.κ. Ευγένιου.
Η έκθεση που θα εγκαινιαστεί τη Δευτέρα 3 Απριλίου θα διαρκέσει μέχρι τις 21 Απριλίου.
Είναι μεγάλη τιμή για τη δουλεία μας η έκθεση αυτή στον συγκεκριμένο χώρο και συνεπώς και η χαρά μας πολλή.
Θα ήταν τιμή μας , όσοι είστε στο Ηράκλειο ή μπορείτε να ταξιδέψετε, να έρθετε για να χαρούμε όλοι μαζί την έκθεση αυτή που είναι ο δικός φόρος τιμής στους Πρόσφυγες όλων των εποχών.
Πολλές, δημόσια, ευχαριστίες στον Διεθυντή του Επικοινωνιακού και Μορφωτικού Ιδρύματος της Ιεράς Αρχιεπικοπής Κρήτης, πατέρα Γεώργιο Γεράκη που οργάνωσε το όλο γεγονός καθώς και όλους του παράγοντες της Δημοτικής Πινακοθήκης του Δήμου Ηρακλείου για την φιλοξενία και την συνδρομή τους.
Γιά την έκθεση έχει γράψει μεταξύ άλλων και ο ιστορικός τέχνης Μάνος Στεφανίδης του οποίου παραθέτω το κείμενο ευχαριστώντας τον για πολλοστή φορά για την εξαιρετική βαθιά και λεπτή ανάγνωση του έργου μου.
ΑΝΕΣΤΙΟΙ ΠΡΟΣΦΕΥΓΟΝΤΕΣ ΙΙ
Αγαπώ εκείνη την τέχνη που αγαπάει την υπέρβαση, που βυθοσκοπεί το παρελθόν για να συλλαβίσει, όπως μπορεί κι όσο της επιτρέπεται, το μέλλον, που ενώ αγνοεί τις απαντήσεις, δεν διστάζει να δοξάζει τα ερωτήματα, που δεν είναι ευχάριστη αλλά εύχαρις και που γνωρίζει καλά ότι το δράμα των μορφών – και συνακόλουθα των ψυχών που οι μορφές εγκολπώνονται – μπορεί να ελλοχεύει και στον πιο αθώο ή εύκολο διακοσμητισμό. Αρκεί… Αρκεί να περισσεύουν η ταπεινότητα και το δέος, κινητήριοι μοχλοί που συγκροτούν και συγκρατούν κάθε μεγάλο έργο τέχνης.
“Και είχεν αυταίς τρόμος και έκστασις”, ο διαχρονικός ορισμός της καθ’ημάς υψηλής δημιουργίας. Τέλος αγαπώ εκείνη την τέχνη που να μπορεί και κατασκευάζει φως από το σκότος, πού ντύνει με πρόσωπα στο άκρο και δεν φοβάται να αναμετρηθεί με το αόρατο ενώ κατά βάθος ξέρει πως η όποια νίκη της σ’ αυτό το πεδίο δεν μπορεί παρά να είναι προσωρινή. Μ’ άλλα λόγια αγαπώ εκείνη την τέχνη που μπορείς να την βλέπεις με τα μάτια ανοιχτά αλλά και να την ονειρεύεσαι έχοντας σφαλίσει το βλέμμα. Τέχνη, φυγή και καταφυγή, τέχνη, αλλόκοτο πέρασμα στο αδιανόητο, τέχνη, ταξίδι στο ανείπωτο.
Ο ζωγράφος Γιώργος Κόρδης, δεκαετίες τώρα, διακονεί μεθοδικά όσο και παθιασμένα ένα άκρως προσωπικό όραμα στο οποίο συνυπάρχουν η άτεγκτη γλώσσα του βυζαντινού ιδιώματος αλλά και η τολμηρή εκκοσμίκευση, η μεταφορά στο σήμερα και τις ανάγκες του χωρίς καλλιγραφικές εκπτώσεις ή φορμαλισμούς όλου αυτού του τρομακτικού υλικού. Και αυτό είναι αληθινό επίτευγμα. Επειδή ο Κόρδης αποδεικνύει εν τοις πράγμασι ότι καμία καλλιτεχνική έκφραση, όσο περίκλειστη και “ιστορικοποιημένη” κι αν είναι, δεν πεθαίνει, εκτός και αν εμείς την αφήσουμε να πεθάνει. Αλλά αντίθετα μπορεί να ζει εκτός μουσείων και να μιλάει για το τώρα και τις πληγές του με τρόπο βαρυσήμαντα ουσιαστικό. Γιατί περί αυτού πρόκειται. Ένας αγιογράφος στην εποχή των – ισμών, των μεταμοντέρνων φορμαλισμών – πως, τάχα, όλα πάνε με όλα – και των ακατάσχετων, όσο και ακατανόητων υποκειμενισμών, τολμάει να προτείνει συγχρόνως φόρμα, γραφή προσωπική, πειραματισμό αλλά και περιεχόμενο που να μην ομφαλοσκοπεί φλυαρώντας. Γιατί αυτό είναι η παρουσιαζόμενη, τόσο επίκαιρη ενότητα “Ανέστιοι – Προσφεύγοντες ΙΙ”.
Προς επίρρωση όλων των ανωτέρω επεξηγώ πως πρόκειται για μια τεράστια τοιχογραφία, μια ζωφόρο του ανθρώπινου πόνου και της προσφυγιάς που όμως συνελήφθη και εκτελέστηκε ηλεκτρονικά, δηλαδή άυλα, με χρήση της πιο προηγμένης τεχνολογίας, για να τυπωθεί ύστερα και να εκτεθεί ως ένυλη ζωγραφική σε μεγάλους καμβάδες.
Υπάρχουν ζωγράφοι πού ζωγραφίζουν αποκλειστικά με το μυαλό αλλά υπάρχουν κι άλλοι που ζωγραφίζουν μόνο με τη ψυχή τους. Που προτάσσουν δηλαδή το συναίσθημα σε κάθε τους επιλογή. Κι αυτό έχει ρίσκο. Άρα ένστικτο ή εκλογίκευση του αισθητικού;
Ο Αλμπέρ Καμύ έλεγε συχνά πως είναι αδύνατον να αντιληφθείς, να κατανοήσεις κάτι, αν πρώτα δεν το έχεις αισθανθεί με όλη σου την δύναμη… Οι ορθόδοξοι πατέρες το διατύπωναν αλλιώς: “Ο νους ξηραίνει τα πράγματα. Η καρδιά τα δροσίζει”. Ο Γιώργος Κόρδης ακολουθεί το σολωμικό πως πρέπει ο νους να διευθετήσει ό τι με θερμότητα η καρδιά συνέλαβε. Αυτή η διαδικασία, αυστηρή και κεκαυμένη συγχρόνως, χαρίζει σε έργα όπως η εκατόν ογδόντα τετραγωνικών μέτρων “Οδύσσεια” της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών ή η παρούσα ενότητα των Ανεστίων, την διαχρονικότητα τους.
Εκεί έξω τώρα οι πολλοί θεωρούν την τέχνη κάτι ευχάριστα ανώδυνο. Η αλήθεια όμως είναι πως η αληθινή τέχνη, ασχέτως αξιολογήσεων ή προσωπικών επιλογών, αν δεν είναι επώδυνη, πάντως δεν θέλει να εκλαμβάνεται σαν απλώς “ευχάριστη”. Η αληθινή τέχνη, αυτή που δεν αρκείται σε ρόλο διακοσμήτριας, (θέλει να) αμφισβητεί την κατεστημένη άποψη περί κόσμου. Θέλει περισσότερο από το να καταγράψει τον κόσμο, να τον νιώσει αληθινά. Να τον κάνει καλύτερο. Και αν μπορεί, να εξηγήσει τα μυστικά του…Δεν επιθυμεί δηλαδή να λειτουργεί ως φωτογραφία του κόσμου αυτού αλλά μάλλον σαν ακτινογραφία του.
Το σύνολο έργο που τιτλοφορείται και “Πρόσφυγες”, αποτελείται από οκτώ ενότητες διαρθρωμένες σαν μουσική φούγκα ή χορογραφία και τιτλοφορούνται ως εξής:
1, Έξοδος. 2, Δεσμοί. 3, Επιτάφιος. 4, Παραίτηση. 5, Επιτάφιος ΙΙ. 6, Πορεία θανάτου. 7, Φόβος-Επιτάφιος ΙΙΙ. 8, Υπόσχεση.
Έχει συντεθεί εξ ολοκλήρου ψηφιακά (!) σε iPad pro με το πρόγραμμα Procreate το οποίο χειρίζεται δεξιοτεχνικά ο αγιογράφος Κόρδης. Τυπώθηκε τον Ιούνιο του 2022 σε καμβά fine art Hahnemuhle και διαστάσεις 1.40 χ 22.66 μ. σε τρία αντίτυπα.
Στον τόπο αυτό όπου περισσεύουν οι γιορτές και τα επινίκια, ελάχιστοι σκέφτονται και τα μεθεόρτια. Δηλαδή το τέλος των πανηγυρισμών και την ώρα του υλικού ή συμβολικού λογαριασμού αυτών των εθνικών “πανηγύρεων”. Ιδιαίτερα οι ζωγράφοι, εγκλωβισμένοι συνήθως στην καταγραφή ενός μικροαστικού ιδεώδους, βολεύονται σε εύκολους συναισθηματισμούς και ελάχιστα βουλεύονται ή εκφράζονται πολιτικά. Ελάχιστα υπερβαίνουν τον μικρόκοσμο των ονειρώξεων τους. Και παρ’ ότι προσωπικά πιστεύω πως δεν μπορεί να υπάρξει έργο τέχνης που να μη φέρει έστω και ένα αρνητικό, πολιτικό πρόσημο, εντούτοις με ενοχλεί η επιμελής αποφυγή του “πολιτικού” από την αισθητική έρευνα… Όμως η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Αφού στην ελληνική ιστορία πάντοτε, σχεδόν νομοτελειακά, το κάθε ’21 το ακολουθεί το μαύρο ’22. Με όσες συνέπειες.
Η ελεγειακή αυτή σύνθεση του Γιώργου Κόρδη εκκινεί με τις αγαπητικές καμπύλες μιας joie de vivre, φτάνει σε οξύφωνες κορυφώσεις από μια “Κοιλάδα του Κλαυθμώνος” σαν εκείνη του Κόντογλου, ακραγγίζει με την δωρική της μνημειακότητα και το κυρίαρχο grisaille την Guernica του Picasso, δεν αποποιείται λυρικούς γλυκασμούς και θερμές αποχρώσεις που παραπέμπουν στον Επιτάφιο του Νέρεζι ή στις κομνήνειες εκκλησίες της Καστοριάς. Ενώ οι αντίστοιχοι στίχοι του Γιάννη Ρίτσου επενδύουν ρηματικά και συμβολικά τις εικόνες δίνοντας το μέτρο του λόγιου όταν μεταλαμβάνει το λαϊκό. Στο βάθος της σύνθεσης κι όταν μισοκλείσεις τα μάτια, ακούγεται θαμπά ένα μοιρολόι. Πάντα μια μάνα, μια πατρίδα χαμένη, ένας γιός νεκρός, ένα κορίτσι που δεν πρόλαβε ν’ αγαπηθεί. Οι ανέστιοι και οι προσφεύγοντες του κόσμου τούτου. Οι αδικημένοι από τους αδίστακτους. Το αφουγκράζεστε;
6.6.’22 Μάνος Στεφανίδης

Share This

Blog

Newsletter

If you would like to receive our news first, give us a name and an email

wait a minute...

This website uses cookies to ensure you get the best experience on our website.