Η ζωή στις σκαλωσιές είναι απλή. Κάνεις το σταυρό σου και ανεβαίνεις το πρωί με το χαράμα για να πιάσεις τη μέρα και καταβαίνεις με το σούρουπο. Δουλεύεις ασταμάτητα και μεριμνάς αυτά που φτάνεις να είναι καλά και να συνταιριάζονται με τα υπόλοιπα που έχουν ήδη γίνει και με όσα θα γίνουν. Να δέσουν όλα με το κλίμα του ναού και να μην καταστρέφουν την αρχιτεκτονική.
Εργάζεσαι με υπευθυνότητα και φόβο και σέβας ανθρώπων και Θεού για το αποτέλεσμα που ελάχιστα μπορείς να ελέγξεις εκεί επάνω μέσα άπο τα πάμπολλα εμπόδια που παρεμβάλλονται. Δεν σκέφτεσαι πολύ. Δεν έχεις καιρό κι ευκαιρίες. Το μυαλό σου πρέπει να είναι συγκεντρωμένο. Κάθε πινελλιά ζητά τα εαυτής. Να προσθέσεις όσο υλικό χρειάζεται, να κάνεις πιο διάφανο το χρώμα , να προσέξεις τις αντιστίξεις θερμών και ψυχρών, τις αντιθέσεις κλειστών και ανθηρών χρωμάτων.
Κι έχεις και το νου σου διαρκώς σε αυτά που κάνουν οι άλλοι που θέλησαν να εργαστούν κοντά σου για να μάθουν να ζωγραφίζουν ή για να σε μάθουν να ζωγραφίζεις.
Το σώμα πονά. Τεντώνεσαι να φτάσεις, σκύβεις για να φτάσεις, γονατίζεις άλλοτε , έρπεις ή κρέμεσαι σπανιότερα για να ζωγραφίσεις. Κανείς άλλος δεν θα το κάνει για σένα.
Και μ’ όλα ετούτα δεν ξέρεις καλά καλά τι κάνεις καθώς όλα φαίνονται αλλοιώτικα όταν φύγουν οι σκαλωσιές και φανερωθούν τα πράγματα. Ο φόβος του απροσδιόριστου, με τον οποίο πρέπει να μάθεις να ζεις, να συνηθίσεις να σε τρέφει κι όχι να σε καταλεί.
Η ζωή στις σκαλωσιές όμως είναι απλή. Ζωγραφίζεις, θυμάσαι λίγο. Από πού ξεκίνησες, τη μάνα σου, καμμιά εικόνα από την πατρίδα, κανένα πρόσωπο που αγαπάς, τους νεκρούς σου με τη σειρά. Ξαμώνεις και διώχνεις την επιθυμία που έρχεται ξαφνικά για την κανονική ζωή και την ξεχνάς .
Ζωγραφίζεις. Προσπαθείς να ζωγραφίσεις καλά. Κι αυτό είναι ως προσευχή, είναι μάλλον κι αυτό μια προσευχή. Ίσως καλοδεχούμενη.