Γεννήθηκα μια μέρα που είχε ψιλόβροχο και ειρηνική ομίχλη. Είχε ομίχλη στα σπίτια, στα χωράφια, παντού, ίσως ακόμη και στες ψυχές των ανθρώπων, αλλά δεν θυμάμαι..
Άμα είσαι πέντε χρονώ, δεν θυμάσαι τέτοια πράγματα. Θυμάσαι μονάχα λίγα πράγματα και σκόρπιες μυρουδιές, που με τα χρόνια γίνονται μικρά, πολύτιμα κουτιά, που χωρούν τα συναισθήματά σου, για να μη τα χάσεις και χαθείς.
Γεννήθηκα μια μέρα ασπρόμαυρη, φθινοπωρινή, με αδιαπέραστη ομίχλη, που με πήρε ο θείος ο Τάκης στα χωράφια να με βάλει πάνω στην σβάρνα, για να λειάνουμε τις μεγάλες ασουλούπωτες μπλάνες του οργωμένου χωραφιού.
Με έβαλε πάνω στη σιδερένια σβάρνα και με συμβούλεψε, φαντάζομαι όπως κάθε μεγάλος ενα παιδί που είναι να συμμετέχει σε κάτι δύσκολο και κάπως επικίνδυνο, να κρατιέμαι καλά και να προσέχω.
Ξεκινήσαμε. Το άλογο να σέρνει τη σβάρνα κι εκείνος από δίπλα να κατευθύνει και να με προσέχει. Κι εγώ, να γεννιέμαι επάνω σε μια σβάρνα.
Το βρεγμένο χὠμα ευωδίαζε, καθώς αναποδογύριζαν τα σωθικά του και γύρω, παντού, ένα σμήνος πουλιά να βουτάνε πίσω, μπρός, δίπλα απ᾽ τη σβάρνα, παντού, για να βρούνε σπόρια που έρχονταν στην επιφάνεια. Κορυδαλλοί, σπουργίτια, γαλιάντρες, τσίχλες, καρδερίνες. Πέφτανε , βρίσκανε και ανέβαιναν στον ουρανό παιανίζοντας με χαρά. Ένας ανεμοστρόβιλος απο ζωή και χαρά, κι εγώ μέσα του να χορταίνω μυρουδιές, φωνίτσες, ομορφιά. Κι εγώ να γεννιέμαι τότε, εκεί.
Είναι από τότε που θυμἀμαι να έχω συναισθήματα τέτοια, που με κάνουν ακόμη και σήμερα, να δακρύζω απο αγαλλίαση και να θέλω να αγκαλιάσω το σώμα μου, για να μη μου φύγουν και τα χάσω.
Τότε, θαρρώ, ήταν που έγινα ζωγράφος.