Του Δημήτρη Μίγγα
Β΄ [Ζηλεύω τους παλιούς…]
Ζηλεύω τους παλιούς που λεν: — Θα πάω δυτικά·
και φεύγουν για τα παιδικά τους χρόνια,
τις θάλασσες, τις αγκαλιές και τα νησιά.
Εμένα δε μου δόθηκε ποτέ τέτοιο ταξίδι.
Καταδικάστηκα να ζω σε σπίτια
που δεν αγάπησαν τη θάλασσα,
μήτε αφέθηκαν κάποια βραδιά σε όνειρα.
Να ξέρεις πως τα κύματα δεν υποβλέπουν τα καράβια,
μόνο μ’ αγάπη τούς χαϊδολογούν τα στήθη τρυφερά
κι έπειτα, όσο είναι μπορετό, λικνίζουν την ανάμνησή τους.
Και οι σειρήνες, μη θαρρείς πως έμειναν γυναίκες,
σαν λέξεις ξανανιώνουνε, γυρίζουν σαν τις μέρες,
καλούνται τους προγόνους μας·
μα εκείνοι … προπεσόντες ἔρεσσον.
Αν με πάρουν —ταξιδεύουν ακόμα στις μέρες μας,
στα νησιά με τα πεύκα κοιμούνται τις νύχτες—
θα σ’ αφήσω σημάδια να ’ρθεις, αν μπορέσω.
Όποιος αγάπησε παράφορα τη μοναξιά
και τί δε θα ’δινε να ’χει σ’ ένα ταξίδι του παρέα.
Ήταν μικρή η ζωή μας, απάνεμη, γι’ αυτό
και τη ζήσαμε πολλές φορές.