Η εικόνα είναι μνήμη και, ως σχέσης γεγονός δηλωτικό, δεν μπορεί παρά να σχετίζεται πρωτίστως με τον χρόνο. Η εικόνα βεβαιώνει μια ύπαρξη και αυτήν εικονίζει, ρήμα που σημαίνει στην πατερική ορολογία δείχνει κι όχι περιγράφει.
Η εικόνα είναι βασικά η μορφή μιας υπόστασης, ενός υπαρκτού δηλαδή προσώπου ή πράγματος ή και γεγονότος και αυτή αρχικώς καταγράφεται. Η μορφή αυτή μέσω της κοινής ομοιότητάς της με το πρωτότυπο σχετίζεται με αυτό και το δείχνει και γιαυτό και δέχεται τιμή και προσκύνηση η οποία φυσικά αναφέρεται και διαβαίνει στο πρωτότυπο.
Η εικόνα ὀπως την εννόησε και την όρισε η ορθόδοξη πατερική σκέψη στη διάρκεια της εικονομαχίας είναι γεγονός λειτουργικό κι όχι περιγραφικό. Δεν περιγράφει την φύση και ουσία του εικονιζομένου, ούτε αναπαριστά μια φαινομενική πραγματικότητα. Καμμία πραγματικότητα δεν περιγράφει.
Η εικόνα εκκινώντας απο μια φυσική-υποστατική μορφή (ενός προσώπου λ.χ) χωρεί σε μια λειτουργία και διαγράφει- προτείνει μάλλον μιά σχέση , το πώς δηλαδή συνδέονται το εικονιζόμενο με τον θεατή σε μια αδιάσπαστη και αδιαίρετη ενότητα, φτιάχνοντας μια εκκλησία της οποίας θεμελιώδες χαρακτηριστικό είναι η των πάντων ενότητα σε μια κοινωνία αγάπης, μια εκκλησία στην οποία δεν υπάρχουν απόντες και παροντές αλλά μια μοναδική ολόκληρη εν Χριστῷ ζωή .
Για το λόγο αυτό η εικόνα δεν είναι τυπική αναπαράσταση των φαινομένων , ούτε στείρα αυτοέκφραση των καλλιτεχνών, ούτε ατομικά οράματα ανθρώπων. Η εικόνα είναι δημόσια τέχνη, είναι εκκλησιαστικό γεγονός όχι μόνον διότι δείχνει ιστορίες της θείας οικονομίας , αλλά κυρίως διότι ο τρόπος που πλησιάζει και συσχετίζει τα πράγματα είναι τρόπος εκκλησιαστικός, τρόπος δηλαδή εικαστικός που ενώνει και συνδέει και δημιουργεί ζωή ως κοινωνία.
Σε εικαστικό επίπεδο τα στοιχεία της εικόνας χωρίς να χάσουν την ιδιαίτερότητά τους παραιτούνται του ιδίου λόγου και λειτουργούν ως ενότητα και ως κοινωνία στοιχείων. Ετσι συμβατικές αξίες όπως ο χώρος και ο χρόνος, αντιθέσεις, αντιστίξεις, τόνοι και αποχρώσεις, ζωγραφικός χώρος εικόνα και θεατής υπερβαίνονται. Στην εικόνα λειτουργεί ένας αλλιώτικος τρόπος ύπαρξης των όντων και αναπτύσσεται ένας άλλος λόγος της ίδιας της ζωγραφικής .
Στην εικὀνα δεν υπάρχει χώρος γεμάτος και άδειος, ούτε μπρός και πίσω , επάνω και κάτω, πρωτεύονται και δευτερεύοντα, ψυχρά και θερμά , κόκκινα πράσινα και γαλάζια. Το μόνον υπαρκτό είναι ενα γίγνεσθαι, μια αέναη κίνηση που συγκινεί τα πάντα λειτουργώντας την ενότητα. Όλα είναι εκκλησία, μια γεύση κοινωνίας παραδείσου.