Οι αρχαίοι άνθρωποι ήτανε δομικοί. Όταν χτίζανε κάτι δεν προσπαθούσαν να στήσουν το έργο τους επάνω στον εαυτό τους, στην προσωπικότητά τους και στα τρεπτά συναισθήματά τους. Ακολουθούσαν άλλες δομές και φτάχνανε τα έργα τους που βασίζονταν σε μαθηματικά και στοχεύανε σε κάτι πέραν της καταγραφής εφήμερων αυτονόητων και ανόητων συχνά πραγμάτων.
Αν αυτό ίσχυσε γενικά για όλους τους μεγάλους αρχαίους πολιτισμούς κατεξοχήν είχε εφαρμογή στου Έλληνες που επιχείρησαν ελλόγως να αγγίξουν τις δομές του σύμπαντος και του κόσμου με στόχο να δημιουργήσουν κι αυτοί ανα-λόγως έργα που θα μπορούν να ενταχθούν στη δομή και συνεπώς στον κόσμο τον ίδιο και να αποτελέσουν οργανικό μἐρος του.
Ένα από τα βασικά δομικά στοιχεία των έργων του έλληνα τρόπου απο πολύ νωρίς ήταν ο ρυθμός. Ο ρυθμός σχετίζεται με το πώς της διαχείρισης της κίνησης του έργου ως προς εαυτόν και ετέρους. Στην πράξη δηλαδή ο ρυθμός σχετίζεται με την ικανότητα του έργου να υπάρχει σε σχέση ως μέρος ή μέλος ενός ευρύτερου όλου. Ο τρόπος για να πετύχουν αυτή την διαχείριση ήταν να αναπτύξουν αντιστικτικές δυνάμεις επάνω στο έργο ενάσσσοντας σε αυτές τις κινήσεις και ενέργειες του έργου. Έτσι έφτασαν στην χιαστί χάραξη των δυνάμεων στην οποία όλα τα στοιχεία εντάσσονται παράγοντας μια κατάσταση δυναμική, ένα διακρές γίγνεσθαι όπου τα πάντα υπάρχουν σε ενεργητική σταθερότητα ή σε στατική δυναμική ενέργεια. Με τον τρόπο αυτό όλα τα έργα τέχνης εντάσσονται στο αέναο γίγνεσθαι που είναι αιώνιο και σταθερό αλλά τρέπεται διαρκώς.
Η εφαρμογή του ρυθμού ήταν καθολική και αποτέλεσε τον δομικό τρόπο εικαστικής, και όχι μόνον, σκέψης του έλληνα πολιτισμού μέχρι την εποχή του έλληνα λαϊκοὐ ζωγράφου Θεόφιλου. Όλα χτίζονταν ερρύθμως ώστε να φτάσουν σε εσωτερική ενότητα και να ενωθούν ταυτόχρονα με ό,τι υπάρχει γύρω τους δηλαδή παντού.
Με αυτά τα δεδομένα άμα έχει μείνει ένα κλάσμα απο ένα αρχαίο έργο, εκκινώντας από την ρυθμική δομή του, είμαστε σε θέση να ανασυστήσουμε με σχετικώς μεγάλη ακρίβεια την αρχική μορφή του χωρίς να έχουμε άλλα στοιχεία. Τουλάχιστον μπορούμε να εικάσουμε ικανά ως προς την θέση των μελών και την ενέργεια τους πράγμα που είναι και το πιό σημαντικό.
Χαρακτηριστικό δείγμα θα μπορούσε να είναι το σπἀραγμα αυτό από την μετώπη του ναού του Δία στην Ολυμπία με την πάλη του Ηρακλέους με τον Κνώσσιο Ταύρο. Με βάση τον ρυθμό μπορεί κανείς να ανασυστήσει τα ελλείποντα μέρη του έργου. Κι αυτό διότι η δομή του έργου είναι έλλογη και ρυθμική και κυρίως ενιαία.
Η κατωτέρω ανασύσταση έγινε απο αρχαιολόγους ακολουθώντας κάποια σχετική θεωρία η οποία όμως σε αρκετά σημεία, κατά την γνὠμη μας βασιζόμενη στην αυστηρή ρυθμική δομη του υπάρχοντος έργου, δεν τηρείται με ακρίβεια ώς θα ώφειλε, όπως π´χ. στην θέση και κίνηση του ροπάλου του Ηρακλή ή στο δεξί πόδι του ταύρου καθώς και στήν αριστερή μνήμη του ήρωα.