ΤΟ ΝΑΙ ΤΟ ΗΜΕΡΟΝ, ΤΟ ΤΑΠΕΙΝΟΝ, ΤΟ ΠΡΑΟΝ
Ημέρες χαράς κι ελπίδας που είναι εθυμήθηκα τον ξεπεσμένο δερβίση πλασμένο από τη φαντασία και της καρδιάς τις αγάπες του Κυρ Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Κι έπιασα εψές, πριν φύγει ο παλιός χρόνος, στην ανατολή του νέου έτους κι εζωγράφισα ξανά τον Δερβίση εκείνης της “πεπρωμένης νύχτας” όπου κατέφυγε εις την σκοτεινήν σηραγγα και έπαιξε το νάϊ του με τρόπο που μονάχα οι καρδιές των πονεμένων, των ξένων και των απόκληρων του κόσμου ετούτου μπορούν να φτάσουν.
Και διάβασα ξανά ως “ευαγγελική περικοπή” το διήγημα και εστάθηκα στην περιγραφή του παιξίματος και του μουσικού ηχοχρώματος του ταπεινού οργάνου απο τον μεγάλο Σκιαθίτη και εδάκρυσα ξανά γιά πολλοστή φορά για πολλά. Και μἀλλον για τους μόνους, τους απόκληρους, τους ξένους του κόσμου μας, γιά την ευσπλαχνία και την αγάπη του λογοτέχνη αγίου των γραμμάτων μας, γιά την ωραιότητα καθεαυτή της γραφής του, και πάνω από όλα για το Ναί όπου είπε ο Χριστός κι έφερε καταλλαγή και συμφιλίωση και ειρήνη σε όσες ψυχές το ποθούν. Και δάκρυσα για τη χαρά και την ελπίδα όπου στεφανώνει και δοξάζει το νου και ημερεύει τα σπλάχνα των ανθρώπων που αγαπούν τη ζωή και το φως.
Καλή Χρονιά αγαπημένοι μου.
Απόσπασμα από το διήγημα του Α. Παπαδιαμάντη, «Ο ξεπεσμένος δερβίσης», στά Απάντα ΙΙΙ, επιμ. Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Αθήνα, Δόμος, 1989.
“Παρῆλθεν ὥρα. Ὁ κλήτωρ, ὅστις ἐπεριπάτει ἐκεῖ τριγύρω, ἐσκέπτετο τί νὰ εἶχε γίνει ὁ Δερβίσης, τὸν ὁποῖον εἶχεν ἰδεῖ νὰ καταβαίνῃ εἰς τὴν σήραγγα.
Ποῦ νὰ εἶναι;
Εἰς τὴν ἐρώτησιν αὐτὴν τὴν ἄφωνον ἀπήντησε φωνή, ἦχος, μέλος γλυκύ.
Ὁ ξένος μουσουλμάνος εἶχε παγώσει ἐκεῖ ὅπου ἐκαθῆτο κ’ ἐνύσταζε. Διὰ νὰ ζεσταθῇ, ἔβγαλε τὸ νάϊ του καὶ ἤρχισε νὰ παίζῃ τὸν τυχόντα ἦχον, ὅστις τοῦ ἦλθε κατ’ ἐπιφορὰν εἰς τὴν μνήμην.
Νάϊ, νάϊ, γλυκύ.
Νάζι − κατὰ ἓν ζῆτα ἐλαττοῦται.
Αὔρα, οὐρανός, ᾆσμα γλυκερόν, μελιχρόν, ἁβρόν, μεθυστικόν.
Νάϊ, νάϊ.
Κατὰ δύο κοκκίδας, διαφέρει διὰ νὰ εἶναι τὸ Ναί, ὁποὺ εἶπεν ὁ Χριστός.
Τὸ Ναὶ τὸ ἥμερον, τὸ ταπεινόν, τὸ πρᾷον, τὸ Ναὶ τὸ φιλάνθρωπον.
Κάτω εἰς τὸ βάθος, εἰς τὸν λάκκον, εἰς τὸ βάραθρον, ὡς κελάρυσμα ρύακος εἰς τὸ ρεῦμα, φωνὴ ἐκ βαθέως ἀναβαίνουσα, ὡς μύρον, ὡς ἄχνη, ὡς ἀτμός, θρῆνος, πάθος, μελῳδία, ἀνερχομένη ἐπὶ πτίλων αὔρας νυκτερινῆς, αἰρομένη μετάρσιος, πραεῖα, μειλιχία, ἄδολος, ψίθυρος, λιγεῖα, ἀναρριχωμένη εἰς τὰς ριπάς, χορδίζουσα τοὺς ἀέρας, χαιρετίζουσα τὸ ἀχανές, ἱκετεύουσα τὸ ἄπειρον, παιδική, ἄκακος, ἑλισσομένη, φωνὴ παρθένου μοιρολογούσης, μινύρισμα πτηνοῦ χειμαζομένου, λαχταροῦντος τὴν ἐπάνοδον τοῦ ἔαρος.”
–