Ο ΔΥΣΚΟΛΟΣ ΚΑΙΡΟΣ ΤΩΝ ΞΕΧΑΣΜΕΝΩΝ
Όταν είμουνα νεώτερος είχα απορία πώς περνούν τις μέρες τους άνθρωποι που γεύτηκαν την επιτυχία, που δοξάστηκαν, που τους λάτρεψαν πλήθη κανονικών ανθρώπων που πάντα βρίσκουν κάτι να λατρέψουν, κι ύστερα ξεχάστηκαν από μή ευνοϊκές συγκυρίες ή από έλλειψη τύχης αγαθής.
Πάντα είχα περιέργεια πώς περνούν τις καθημερινές και τις σχόλες τους όταν έμεναν μόνοι και ξεχασμένοι απο θαυμαστές, από φίλους και γνωστούς, με τη γεύση της αποτυχίας , και την ένταση της μοναξιάς να την πολλαπλασιάζουν οι μνήμες των ένδοξων ημερών.
Είχα απορία και δεν ήξευρα και κανένα σπουδαίο και δοξασμένο άνθρωπο να ρωτήσω.
Ύστερα, μεγαλώνοντας, βαθαίνοντας θέλοντας και μη στο μυστήριο της ζωής και του θανάτου άρχισα να εννοώ με τρόπο μυστικό τί συμβαίνει και θαρρώ πως κάπως κατάλαβα.
Μεγαλώνοντας, λοιπόν, κι ενώ άρχισα σταδιακά αλλά σταθερά να χάνω τους πρώτους ρόλους που γεναιόδωρα συνήθως και χωρίς φειδώ παρέχει η ζωή σε όλους, είδα πώς είναι να ζείς στο περιθώριο της ζωής και να βλέπεις τα πράγματα να γίνονται δίχως εσένα, τη ζωή και συμβαίνει χωρίς την αναγκαία δική σου συμμετοχή. Τότε με έκπληξη είδα πως η καρδιά και το σώμα μαζί άρχισαν να προσαρμόζονται αναλόγως για να αντέξουν την πικρή γεύση της μοναξιάς, την στεναχώρια του περιθώριου, την ασφυξία της αποτυχίας.
Άρχισα, λ.χ. να δίνω σπουδαιότητα σε πράγματα μικρά κι ασήμαντα, να τα αναδεικνύω, να τα αναγκάζω συχνά να αναλαμβάνουν ρόλους πρωταγωνιστικούς που κανονικά δεν θα είχαν. Με ιεροτελεστία ζητούσα να σερβίρεται ο πρωινός ελληνικός καφφές σε φλυτζανάκι μικρό με λεπτά χείλη και να έχει πάντα στραμένη προς την Ανατολή το διακοσμητικό με τους ερωτικά συμπλεκόμενους κρίνους. Νερό πάντα ζητώ πλέον να πίνω σε ποτήρι κρυστάλλινο, λεπτό, πεντακάθαρο, σχεδόν αόρατο για να έχω, θαρρώ, αίσθηση μετάληψης ενός πολύτιμου πράγματος.
Τα βράδυα μετά την βραδυνή έξοδο τακτοποιώ τα ένδύματα-επιμένω πλέον ιδιαίτερα στην χρήση της λέξης αυτής έναντι της κοινής λέξεως ρούχα- σε κλειστά ερμάρια πεπληρωμένα με την ευωδία μέντας και δενδρολίβανου.
Κι άλλα πράγματα όμως έχω μεθοδεύσει για να συνεχίσω να λειτουργώ μέσα στη ζωή αν και έχω χάσει κάθε σημαντικό ρόλο σε αυτήν.
Απωθώ συστηματικά τις κοινές μνήμες του παρελθόντος, κυρίως εκείνες που με φέρνουν σε νόστο του παρελθόντος. Κρατώ μονάχα σεβαστικά στη συνείδηση εκείνες τις μνήμες που φτάνουν μέχρι σήμερα. Να, λ.χ. ανακαλώ συχνά τη χαρά που ένοιωθα παιδί όταν ερχόταν το καλοκαίρι και έφερνε η θἀλασσα αεράκι τρυφερό στο οποίο αφενόμουν να χαϊδευτώ αφού αυτό και σήμερα ακόμα μπορώ κάπως να το χαρώ.
Θυμάμαι πάλι, σχεδόν καθημερινά, την ειρήνη που ένοιωσαν τα σπλάχνα μου σαν άκουσα πρώτη φορά τις Ώρες του Philip Glass, την έκσταση που έζησα όταν πρώτη φορά βρέθηκα στο καθολικό της μονής του Βατοπαιδίου και είδα τις υπέροχες τοιχοιγραφίες του, την μέχρι τα πέρατα του κόσμου έκταση της καρδιάς μου θυμάμαι όταν βρέθηκα έρποντας στο σπήλαιο για να φτάσω στην κέλλα του αγίου Γερασίμου στην Κεφαλλονιά και στις κατακόμβες του αγίου Καλλίστου στη Ρώμη.
Και γεύσεις επίσης ανακαλώ συχνά στη μνήμη χωρίς να φοβάμαι πως θα με μακρύνουν από την κοινωνία της ζωής σέρνοντάς με στην μόνωση της ιδιωτείας. Να, θυμάμαι λ.χ την ευωδία από τα πουτζιά ( τυρόπιττες με ηδύοσμο) στην Αστυπάλαια τα σούρουπα να πληρεί τον αγέρα φιλιωμένη με τις ανάσες των θυμαριών και της αστοιβιάς.
Πάνω από όλα όμως οι τεχνικές μου αφορούν τη δημιουργία.
Αν και γνωρίζω πως κανείς πλεόν δεν νοιάζεται για όσα κάνω, ίσως μάλιστα ποτέ δεν νοιάστηκε αληθινά, συνεχίζω να πλάθω τον κόσμο έτσι για την καλαισθησία, διώκοντας το ουτοπικό ιδανικό μιας πλήρως ανέφικτης και φευγαλέας ωραιότητας.
Να, κάθε πρωί που ανοίγω τα μάθια μου, τα ξανακλείνω για λίγο και ξυπνώ με συναίσθηση πως η ζωή δεν είναι αυτονόητη και δεδομένη. Κοιτάζω ανελλειπώς τον ουρανό και του μιλώ- σε γλώσσα που εκείνος εννοεί- ψιθυρίζοντάς του γλυκόλογα και επαίνους για το χρώμα του, την έκταση και την ανεκτική του αγκαλιά. Κάθε που συναντώ ανθρώπους στους δρόμους σκύβω το κεφάλι σεβαστικά και εύχομαι μυστικά μέσα μου να διαβούν απείραστοι τη μέρα τους και να μην αναγκαστούν να σκλαβώσουν την ελευθερία τους σε κανέναν και να μη λοξοδρομήσουν από τα ονειρά τους για τίποτα.
Στα πετεινά του ουρανού επίσης , άμα τα βλέπω, ανοιγοκλείνω τα μάτια μου γιά να τα χαιρετίσω και ξέρω πως εκείνα θα το αισθανθούν. Από όπου περνώ χαϊδεύω τα άνθη των φυτών και θαυμάζω μυστικά τις αρμονίες των χρωμάτων τους και των σχημάτων τη σοφή γεωμετρία και κάθε που γεύομαι το μἐλι των γκρεμνών προσπαθώ, αλήθεια σας λέγω, με πείσμα, να ακούσω τα χαρούμενα ζουζουνίσματα των μελισσών, τις ευχαριστημένες τους φωνίτσες , για την ηδύτητα και το μεθυστικό άρωμα που επέτυχαν.
Ζωγραφιές πλέον δεν επιχειρώ, μονάχα τις φαντάζομαι. Τις σχηματἴζω στο νού και τις χρωματίζω με τους έρρυθμους κυμματισμούς της καρδιάς και τις στέλνω ως πνοή στον κόσμο να πετάξουν με τους ανέμους, να σκαλώσουν σε δένδρα αψηλά των βουνών, σε θάμνους των νησιών, σε σπίτια ταπεινά των πόλεων για να τα στολίσουν να μη μένουν άκοσμα μέσα στην υπερφίαλη τύρβη της ζήσης.
Με τούτα κι άλλα πολλά περνώ κι εγώ όπως κι όλοι οι άλλοτε “δοξασμένοι “τς μέρες και τες σχόλες και μένοντας καρτερικά ζω με χαρά, όση…