Τη μανούλα μου, γεννημένη στα 1926, δεν την θυμἄμαι να εκφρἄζεται ποτέ, θαρρώ, τρυφερά. Δεν ήξερε πώς να το κάνει, δεν το έμαθε αυτό. Οι συνθήκες της εποχής δεν το επέτρεψαν. Φτώχεια, πόλεμοι, Κατοχή, εμφύλιος, εσωτερική μετανάστευση, στέρηση. Μια ζωή φόβος και ανασφάλεια.
Πήγε μονάχα στην πρώτη Δημοτικού. Ύστερα την σταμάτησαν για να μεγαλώσει τα άλλα πέντε μικρότερα αδέλφια της. Έπρεπε να τα φροντίζει, να ζυμώνει, να μαγειρεύει εκείνη, να τα προσέχει. Μέσα στην ευθύνη και τον φόβο από παιδί δεν έμαθε να βγάζει τρυφερότητα που είναι υψηλής μορφή εκδήλωση αγάπης.
Γράμματα δεν έμαθε στο σχολείο. Παντρεύτηκε τον πατερούλη μου πριν εκείνος πάει φαντάρος. Έμαθε να διαβάζει και να γράφει για να του στέλνει γράμματα με το δικό της χέρι. Είναι περήφανη. Δεν καταδεχόταν άλλοι να της γράφουν όσα θα ήθελε να του πεί.
Τρυφερά λόγια και χάδια δεν θυμάμαι απο εκείνην.
Θυμἄμαι όμως πράγματα, χειρονομίες που έκανε με τρόπο αυστηρό πάντα, που δείχνανε την αγάπη της και την τρυφερότητα με έμμεσους τρόπους που θέλει να μεγαλώσεις για να τους αισθανθείς και να τους καταλάβεις.
Άμα είμασταν στο χωρίο όταν είμουνα ακόμα μικρό παιδί οι δικοί μου πήγαινανε χαράματα να “σπάσουνε” καπνό στα χωράφια. Χαράματα για να μη βγεί ο ήλιος και μαραθούν τα πλατειά φύλλα των φυτών και δυσκολέψει το μάζεμα. Με έπαιρνε μαζι της κάποιες φορές, όχι να να δουλέψω αλλά για να με βάλει στην άκρη στο χωράφι κοντά στο μποστάνι για να κοιμηθώ εκεί. Με τύλιγε, με φάσκιωνε ολόκληρο με μια κουβερτούλα, κι εγώ ακούγοντας τους δοξολογικούς ψαλμούς των γρύλλων μεθυσμένος απο τις μυρουδιές της γης και των καρπών της κοιμόμουνα τον ομορφότερο ύπνο της ζωής μου. Γυρίζαμε καβάλα στο γαϊδουράκι μέσα στην κροκόπεπλη χαραυγή.
Ύστερα άμα ήρθαμε στην Αθήνα πήγα εδώ δημοτικό σχολείο, στην Παναγίτσα στο Παλιό Φάληρο και μετά στο ιστορικό Γυμνάσιο Αρρένων του Παλαιού Φαλήρου. Η μανούλα μου, αγράμματη, δεν μπορούσε να παρακαλοθυθήσει την εξέλιξλη μου κι αν τα πήγαινα καλά. Δεν ερχότανε ποτέ στο Σχολείο να ρωτήσει. Μονάχα άμα δίνανε βαθμούς ερχότανε. Και χαιρότανε που είμουνα πάντα άριστος μαθητής . Κι εκείνη, η απλή, για να ευχαριστήσει, δεν ήξερε να αγκαλιάζει, δεν ήξερε να φιλάει και να χαϊδολογά, δεν είχε λόγια να επιβραβεύσει. Μου έφτιαχνε χαλβά σιμιγδαλένιο με πολύ κανέλλα που ήξερε πως μου αρέσει. Αυτό ήταν τρυφερότητα για εκείνη. Κι εγώ έπρεπε να γεράσω για να μάθω να διαβάζω τα σημάδια των ανθρώπων και να καταλαβαίνω τις χειρονομίες του, να βρώ την κρυμένη τρυφερότητα , τον χωμάτινο ουρανό της αγάπη τους .
Χρόνια πολλά σε όλες τις μάνες του κόσμου.
Μάνα. Ανέστιοι προσφεύγοντες. (Λεπτομέρεια). 2022. Ψηφιακη ζωγραφική.