Η ζωγραφική εικὀνα οφείλει να γίνει, ως τόπος έκφανσης της ζωής, είδωλο-καθρέπτης που δείχνει, χωρίς να αναπαριστά δουλικά, τα πράγματα σε σχέση που τοξεύει το τέλειο, μια κατάσταση δηλαδή αέναης αναδόμησης χάριν της ενότητας, οδηγώντας έτσι τους θεατές της σε κάθαρση των παθών και σε παραμυθία της ψυχής.
Κάθε εικόνα, που απαιτεί να είναι δημόσιο γεγονός, να έχει δηλαδή λειτ-ουργία, οφείλει να γίνει μια μεταμόρφωση των πραγμάτων δείχνοντας τη νέα θέση τους και τις σχέσεις τους μέσα σε έναν αληθινό κόσμο στον οποίο τα πάντα θα είναι αυτεξούσια σε κοινωνία ενότητας χωρίς θανατηφόρο νείκος.
Η εικόνα δεν μπορεί, ούτε πρέπει να γίνει αναπαραστατική ψευδαίσθηση ενός ιδανικού κόσμου. Η εικόνα οφείλει να δείχνει, όχι να αναπαριστά . Περισσότερο οφεἰλει να δείχνει προς κι ὀχι να περιγράφει το τέλος.
Όταν η εικὀνα θα αγγίζει το επίπεδο αυτό τότε θα γίνεται μια εικὀνα της ιερότητας ενός κόσμου στον οποίο τα πάντα, μικρά τε και μεγάλα, βρίσκουν τη θέση τους και την λειτουργία τους, και γίνονται όλα πνοή ενός ανέμου που αναταράσσει σεισμικά να αναμοχλεύει δημιουργικά τα σωθικά του όντος και το ανασυστήνει στο διηνεκές.