Με πήραν μικρό απ᾽το χωρίο για την Αθήνα.
Άφησα πίσω φίλους, τα περιστέρια μου, και τα μοναχικά δέντρα καταμεσίς στα χωρἀφια στην αποξηραμένη λίμνη, που στέκανε αναίτια σχεδόν αφού κανείς πιά δεν καθόταν στον ίσκιο τους να ξαποστάσει.
Μεγάλωσα. Πέρασαν τα χρόνια. Περνώ κάποιες φορές σπάνια πιά απο το χωριό. Παίρνω τους δρόμους, άμα μπορώ, περπατώντας ανάμεσα στα χωράφια , άλλοτε καταπράσινα και χλωρά να λικνίζονται στις πνοές των αέρηδων, άλλοτε χρυσά φορτωμένα ώριμο καρπό κι άλλοτε θερισμένα και καψαλισμένα προσδοκώντας μια νέα αρχή. Τα δέντρα καταμεσίς του κάμπου είναι ακόμα εκεί. Πιο γέρικα πιά , παρίστανται σε μια μυστική αόρατη τελετή. Τα δέντρα είναι εκεί. Στέκονται αγέρωχα και καρτερικά ατενίζοντας τη ματαιότητα των χρόνων που διέρχονται σε μια σαστισμένη αναίτια εναλλαγή.
Γέρακας, 5-5-2020
Το δέντρο. Μονοτυπία, 17χ25 εκ.