Κάποτε , παλιά δουλεύαμε μακρυά. Καλοκαίρια σε μέρη ζεστά και υγρά. Κόλαση του Δάντη επάνω στις ετοιμόροπες ξύλινες σκαλωσιές. Έτρεχε ο ίδρωτας ποτάμι· αφαλατωνόμασταν καθημερινά.
Δούλευα όσο άντεχα, όχι πολύ. Το απογευματάκι κατά τις πέντε σταμάταγα και κατάκοπος, στο δρὀμο για το σπίτι, ξαπόσταινα για λίγο σε ένα πολυτελές καφέ που σέρβιρε μοναδικά ωραία παρασκευασμένη λεμονάδα με δυὀσμο. Δροσερή καθώς ἠταν έπινα τουλάχιστον δύο ποτήρια γιά να ξεδιψάσω και μαζί σχεδίαζα για να μην αφήσω το νου να νοσταλγήσει, για να μην αδειάσει χώρος και χρόνος που θα ζητά με παράπονα και άλλα συναισθήματα της καρδιάς να γεμίσει. Είμουνα, μἀλλον και καλύτερος άνθρωπος τότε και πιό ευσυγκίνητος και νοσταλγικός της πατρίδας.
Έφτιαχνα λοιπόν τα απογεύματα σε ένα τετραδιάκι που έφερα πάντοτε μαζί μου σχεδιάκια με λεπτές γραμμές κάτι σαν κέντημα, μια μονοκοντυλιά σχεδόν, κάτι σαν προσευχή εσπερινή, κάτι σαν ψέλλισμα μονότονο Κύριε ελέησον και επίμονη ικεσία να περάσει η μέρα ειρηνικά για να ξαποστάσω στο σκληρό κρεβάτι της ξενιτειάς.
Τότε ήταν που έφτιαξα κι ετούτο το σχέδιο . Μιά κόρη που κοιτά πίσω της εκκλησάκι Κυκλαδικό ακροκρατώντας σταυρουδάκι ελαφρύ σαν την αθώα ψυχούλα της.
Εσπερινός.
Μελάνι σε χαρτί, 17χ24 εκ.