Σκέψεις για την ποιητικότητα στην τέχνη της ζωγραφικής
Μια προσωπική κατάθεση.
Πρόσφατα ενας φίλος μου επισήμανε πως οι τίτλοι των έργων μου είναι ποιητικοί. Η παρατήρησή του με προβλημάτισε . Τί σημαίνει άραγε η ποιητικότητα και πώς ορίζεται; Κι ακόμη παραπέρα , μπορεί η ποιητικότητα, αν υποθέσουμε πως υπάρχει, να εκλογικευτεί και να γίνει αντικείμενο ανάλυσης και μελέτης;
Στη βάση αυτών των προβληματισμών επιχειρώ να καταθέσω κάποιες σκέψεις μου πάνω στο θέμα αυτό πιστεύοντας πως είναι ενα ζήτημα που αφορά γενικότερα την “βυζαντινή” ή την “βυζαντινής” καταγωγής ζωγραφική τέχνη.
Για όσους ακολουθούν έστω κατ᾽ ελάχιστον την “βυζαντινή” εικαστική παράδοση είναι κοινή εμπειρία πως η ίδια η ζωγραφική είναι μια διαδικασία που εκπορεύεται έσωθεν. Αυτό δεν σημαίνει πως απουσιάζει η αναφορά στην φύση και στην φαινομενική πραγματικότητα. Κάθε άλλο. Η “βυζαντινή” εικαστική πραγματικότητα ανά τους αιώνες μαρτυρεί πως οι ζωγράφοι αυτού του τρόπου ακολουθούσαν την φαινομενική πραγματικότητα και την απέδιδαν όχι όμως μιμητικά και δουλικά. Δεν αντέγραφαν δηλαδή πιστά τις φόρμες ή τα χρώματα του κόσμου όπως αυτά φαίνονται. Δεν στόχευαν όμως και στο να αποδώσουν τα πράγματα όπως είναι, να αποδώσουν αυτό που θα ονομάζαμε σήμερα την φύση του, την ουσία τους. Η ανάλυση αυτού του ζητήματος είναι μεγάλη και δεν την επιχειρούμε εδώ.
Τί απέδιδαν λοιπόν από την φύση οι βυζαντινοί ; Προφανώς διατηρούσαν στο ελάχιστο την αναγνωρισιμότητα της φόρμας αλλά δεν νοιάζονταν για τις λεπτομέρειες. Χωρούσαν σε ένα είδος λειτουργικής αφαίρεσης αλλά διατηρούσαν τον λόγο της φύσης και δημιουργούσαν μια νεά ομόλογη φύση παρά την φύση , η οποία όμως ήταν κατά φύσιν αφού είχε κοινό λόγο. Να φέρω ένα παράδειγμα.
Ο τρόπος που χρησιμοποιούν το χρώμα οι βυζαντινοί ζωγράφοι είναι φυσιοκρατικός, Φυσιοκρατικότερος μάλιστα από τον αντίστοιχο των αναγεννησιακών ζωγράφων οι οποίοι προσπαθούσαν να φτιάξουν τα χρώματα των αντικειμένων όπως ακριβώς φαίνονται κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες φωτός.
Οι Βυζαντινοί δεν το κάνουν αυτό. Βλέπεις φερ᾽ ειπείν να φτιάχνουν δέντρα με αλλόκοτα χρώματα, ή στα πρόσωπα να βάζουν παράξενες αποχρώσεις που δεν αντιστοιχούν στην φαινομενική πραγματικότητα.
Η προσεκτική όμως μελέτη των έργων της “βυζαντινής” τέχνης θα δείξει πως οι ζωγράφοι αυτοί δεν αυθαιρετούν ενεργώντας με μόνο και αποκλειστικό κριτήριο το γούστο τους. Δομούν τις μορφές των εικόνων ακολουθώντας τον λόγο του χρώματος στην φύση, όπου όλα χτίζονται με την αντίστιξη θερμών- ψυχρών και ταυτόχρονα φωτεινών-σκούρων χρωμάτων. Μέσα από τις αντιστίξεις αυτές το χρώμα στην φύση γίνεται λειτουργικό και συμβάλλει στην συνέχιση της ζωής.
Οι Βυζαντινοί λοιπόν ακολουθούν τον ίδιο λόγο ζωγραφίζοντας. Αντιπαραβάλλουν θερμά σε ψυχρά προσέχοντας και την αντίστιξη φωτεινών προς τα σκούρα. Άρα παράγουν έργα ομόλογα της φύσης που όμως είναι “νέα φύση”.
Πώς όμως η νέα αυτή φύση συστήνεται και υπάρχει; Προφανώς υπάρχουν αρχές και κανόνες ζωγραφικοί αλλά αυτό δεν αρκεί αφού στο τέλος είναι το ανθρώπινο πρόσωπο που πρέπει να σχηματίσει το έργο που απορρέει από μέσα του και όρα χαρακτηρίζεται από τις ποιότητες του προσώπου.
Στη βυζαντινή λοιπόν παράδοση το έργο τέχνης είναι ως προσωπικό γεγονός ένα ποιητικό γεγονός συνδεδεμένο οργανικά και άρρηκτα με την ψυχή και τις προϋποθέσεις τους ζωγράφου. Γιαυτό και στη διάρκεια των αιώνων που προηγήθηκαν του 20 αι. ακόμη και οι εικόνες της Εκκλησίας είχαν προσωπικό χαρακτήρα και ήσαν ως εκ τούτου ποιητικές καταθέσεις ψυχών και μετέτρεπαν την εμπειρία ζωης που διέθεταν σε σχήματα και χρώματα, δηλαδή σε ποιήματα.
Προσωπικά κινούμενος μέσα στο ευρύτερο κλίμα της “βυζαντινής” ζωγραφικής πάντα προσπάθησα να μην παρασυρθώ σε ένα είδος “φαινομενοκρατικού ρεαλισμού “ που αναπαράγει εικόνες με βασικό κριτήριο την φαινομενική πραγματικότητα, την οποία ούτως ή άλλως ουδείς μπορεί να βεβαιώσει ότι βλέπουμε σωστά. Κινήθηκα πάντα στη δημιουργία εικόνων που πηγάζουν από μέσα μου. Αντλώντας είτε από την φαντασία, τον χώρο του μυαλού όπου αποθηκεύονται παραστάσεις και αισθήματα, είτε και από προϋπάρχουσες εικόνες όπως στην περίπτωση των εικόνων που γράφουν πρόσωπα και γεγονότα της Θείας Οικονομίας. Ακόμη κι εκεί προτιμούσα να μην αντιγράφω αλλά να μελετώ τις μορφές και τις συνθέσεις και να αφήνομαι μετά να τις ανασυνθέτω από μέσα μου σαν να είναι ειρηνική εκπνοή , αναστεναγμός ή ανακούφιση.
Έτσι προσπάθησα να κρατήσω τον προσωπικό εσωτερικό χαρακτήρα των εικόνων μου (θρησκευτικών και “κοσμικών”)
Η πρακτική αυτή οδήγησε αναπόφευκτα σε μια ποιητική, οδήγησε στον εαυτό μου, σε μια μοναδική (όχι υποχρεωτικά σημαντική) σύνθεση δηλαδή από εμπειρίες, νοσταλγίες, πόθους και πολλά άλλα όσα έχουν ως κόσμο και ρύπο οι ψυχές των ανθρώπων είτε τα γνωρίζουν είτε δεν τα γνωρίζουν.
Η ποιητική αυτή γράφτηκε είτε με τις ιδιαίτερες σχηματικές και χρωματικές επιλογές είτε και με τους στίχους που συχνά συνοδεύουν τα έργα μου. Οι τίτλοι αυτοί δεν περιγράφουν πάντα ο,τι δείχνει το έργο. Συχνά οι τίτλοι είναι μια παραδοχή ήττας εικαστικής αφού στους τίτλους είναι όσα δεν μπόρεσα να αποδώσω με ζωγραφικό τρόπο και απέτυχα να οπτικοποιήσω και να τα κοινωνήσω στον θεατή των έργων μου. Ἀλλοτε οι τίτλοι αυτοί, παρμένοι από άλλους ποιητές του λόγου, συμπληρώνουν το έργο δίνοντας του μια ατμόσφαιρα μέσα στην οποία αναπνέει καλύτερα και λειτουργεί σωστά. Γιαυτό συχνά χρησιμοποιώ στίχους μεγάλων ποιητών που είναι τα έργα τους γνωστά και άρα αποτελούν θα έλεγα ένα κρυμένο συλλογικό ασυνείδητο που δένει τους αποδέκτες των έργων μου.
Ο χαρακτήρας της ποιητικής κάθε ζωγράφου είναι μοναδικός. Πρέπει να είναι μοναδικός αφού σε κάθε εικόνα, κάθε είδους εικόνα , γράφεται μια μαρτυρία ζωής, μια μαρτυρία πορείας προς κάποιο σταυρό και κάποια ανάσταση ή την Ανάσταση. Κι αυτό το βλέπουμε στις παλιές εικόνες.
Στις μέρες όμως αυτή η παράδοση διακόπηκε και οι ζωγράφοι αντιγράφουν- κυρίως όσοι κάνουν θρησκευτικές-λειτουργικές εικόνες- και μάλιστα πολλοί εξ αυτών θεωρούν αμαρτία ένας ζωγράφος να αφήσει να παρεισφρύσουν στις εικόνες στοιχεία από την προσωπική του ζωή και εμπειρία. Τί δουλειά έχει το πρόσωπο του αμαρτωλού ζωγράφου και του πεπτωκότος κόσμου σε μια εικόνα; Έτσι οι εικόνες που παράγονται τείνουν σε μια παγωμένη αποστειρωμένη φόρμα που δεν καταγράφει τίποτα ανθρώπινο, ούτε φυσικά θεϊκό αφού κάτι τέτοιο δεν μπορεί έτσι κι αλλιώς να καταγραφεί.
Η απουσία του προσώπου του ζωγράφου από την εικόνα , ο ευσεβιστικός φόβος του μη απόλυτα κεκαθαρμένου η ενοχική αντιμετώπιση της προσωπικής ζωής οδήγησαν και δυστυχώς οδηγούν σε μια τέχνη μιας περίεργης ιδιωτείας. Μιας τέχνης που δεν λειτουργεί και στήνει σημειο-σύμβολα αντί για εικόνες, που φτιάχνει αφηρημένες μάσκες που παραπέμπουν σε παγερές ιδέες κι όχι σε ζωντανές παρουσίες αγίων στις εκκλησίες και στα σπίτια των ανθρώπων που καταλήγουν σε αγαπητική ένωση και ζωή σε κοινωνία.
Απουσία όμως ποιητικής μπορεί να γίνει σε ένα έργο τέχνης και μέσα από άλλη, την αντίθετη διαδρομή. Όταν δηλαδή ο ζωγράφος αποστασιοποιηθεί πολύ από την κοινότητα και χαθεί σε μια ιδιωτεία καταγραφής ατομικών αισθημάτων που δεν αφορούν κανέναν ίσως ούτε καν τον ίδιο. Η ακόμη κι όταν ο ζωγράφος θεωρήσει πως προηγείται της κοινότητας και πως οφείλει να την καθοδηγήσει και να την λυτρώσει. Όλα ετούτα είναι κινήσεις που καταστρέφουν τον μυστικό δεσμό της ζωής, το μυστικό δεσμό που ενώνει τα διεστώτα και συντηρεί το άγιο μετέωρο της ζωής, δηλαδή τη μετάνοια και την προσευχή.