Οι άνθρωποι βιαζονται. Βιάζονται να πάνε αλλού, να φύγουν, να αλλάξουν θέση, διάθεση, τοποθέτηση.
Οι άνθρωποι βασίζονται σε προθέσεις, σε καταθέσεις, σε υποθέσεις κυρίως. Κι όλο βιάζονται ν᾽αλλάξουν θέση και να φύγουν να πάνε αλλού σε χαμένους παράδεισους, σε χώρες που δεν γνώρισαν ποτέ, σε πολιτείες που δεν βρέθηκαν ποτέ, σε ηδονές άγνωστες και γιαυτό γοητευτικές.
Οι άνθρωποι επιμένουν να φεύγουν δεν έχουν υπομονές, δεν έχουν κουράγιο να αντέξουν την πίεση των πραγμάτων και των αισθημάτων. Προτιμούν τα εύκολα και εύτρεπτα συναισθήματα οι πολλοί των ανθρώπων, επιλέγουν την ροή και το άστατο των συναισθημάτων και κυλούν μέσα τους και πάνε κι έρχονται μέσα στην βολική ανεξέλεγκτη διαδρομή τους, στους δαίδαλους του γέρου χρόνου.
Οι πολλοί των ανθρώπων διάγουν τον βίο επιλέγοντας. Διαλέγουν τον εύκολο δρόμο της φυγής και όχι τή δύσκολη παραμονή, τη βίωση του αναγκαίου πόνου, την φοβερή έλλειψη, την αβάσταχτη απουσία .
Οι πολλοί των ανθρώπων σκιάζονται τα πράγματα, προτιμούν τους ευέλικτους και φευγαλέους ίσκιους, επιλέγουν τις βολικές πειραγμένες, ανώδυνες εικόνες των πραγμάτων, τις αγκαλιάζουν ασφυκτικά και φεύγουν γρήγορα για τἀλλού.
Λίγοι είναι αυτοί που μένουν.
Λίγοι ακολουθούν με υπομονή και ιερόπρεπη σιγή τις ηλικίες της μέρας, λίγοι ακολουθούν τον ήλιο απ᾽την κροκόπεπλο αυγή έως το ματωμένο βασιλεύον δείλι. Λιγότεροι ακόμα στέκονται καταμεσίς στο φως και γδύνονται τα ψέματα και βαστούν στα χέρια την πενία των αισθημάτων τους, το περατό της καρδιάς τους, την αδυναμία των χεριών τους να σαρκώσει εύμορφα ιδέες και θυσίες να προσφέρει ανάμαικτες χάριν των ξένων.
Λίγοι, μάλλον ελάχιστοι, των ανθρώπων υπομένουν και περιμένουν τη νύχτα για να τυλιχτούν παράπονο, να ξαπλώσουν σε στρώμα καημό να γείρουν σε λερό από κλάματα αγάπης μαξιλάρι, να κοιμηθούν σε έρωτα ουρανό.
Οι πολλοί των ανθρώπων αγαπούν την φυγή.
(δεύτερη γραφή)