Βρίσκεις μια πέτρα, αναιτίως μάλλον υπάρχουσα στα τραχειά βουνά ή στες ωραίες ακτές των αιωνίων θαλασσών, και την επιλέγεις. Αυτή είναι η πρώτη και θεμελιώδης πράξη επάνω στην οποία στηρίζεις την τέχνη σου.
Επιλέγεις σχεδόν τυχαίως μια πέτρα χωρίς να ψάχνεις κάτι συγκεκριμένο. Ίσως σε τράβηξε επάνω της κάτι , ίσως όμως και τίποτα. Βρέθηκε στο δρόμο σου, σκόνταψες επάνω της, μπορεί να παρεμπόδισε κιόλας το βήμα σου.
Εκκινείς λοιπόν από μιά τυχαία σχεδόν επιλογή και αποφασίζεις να γίνεις κάτι μαζί με το αντικείμενο που επέλεξες.
Το ζήτημα, εν πάσει περιπτώσει, είναι πως βρήκες μια πέτρα και την επήρες σπίτι σου, όπου όταν φτάσεις και την τοποθετήσεις επάνω σε ένα τραπέζι χωρίς άλλα αντικείμενα αντιλαμβάνεσαι πως η πέτρα είναι σημαντική. Έχει ίδιον σχήμα που ζητά αμέσως να βρεί τη θέση της μέσα στα άλλα πράγματα του σπιτιού. Έχει δικό της χρώμα και φέρει επάνω της χαρακιές και στίγματα απο αιώνων οξειδώσεις και τις μανίες των αλλοπρόσαλλων καιρών. Η πέτρα είναι πλέον ένα αντικείμενο ξεχωριστό που διεκδικεί μια θέση στη ζωή σου, μια θέση στη ζωή του κόσμου.
Κι εσύ έχεις πλέον χρέος αφού την διάλεξες και την συνέλεξες να συμβάλλεις να εύρει η πέτρα μια θέση στον κόσμο, να γίνει κόσμος. Αυτό είναι εξάλλου το χρέος όλων των δημιουργών· να φτιάχνουν πράγματα που να εντασσονται στον κόσμο, να φτιάχνουν κόισμο, να αυξάνουν τον κόσμο, να πλαταίνουν τηνν ωραία ζωή.
Παίρνεις την άλλη ημέρα την πέτρα και την στήνεις απέναντι σου, την γυρίζεις απ᾽όλες τι μεριές για να βρεί τη σωστή αναφορά σε εσένα ή για να εύρεις εσύ κατάλληλη αναφορά σε αυτήν. Όταν η πέτρα κι εσύ βρεθείτε σε κατάλληλες θέσεις αφήνεις κατἀ μέρος όλες τις βιοτικές μέριμνες και αφιερώνεσαι στην πέτρα. Την θεωρείς όπως θα θεωρούσες εύμορφη γυναίκα, γαληνεμένη θάλασσα του πρωιού, ολάνθιστη κοιλάδα με ροδώνες, όπως θα θεωρούσες σε επιστροφή αγαπημένου ξενιτεμένου, όπως θα έβλεπες το θαύμα της ζωής πρωτοανοίγοντας τα μάθια σου μετά το πρώτο σου ερωτικό φιλί.
Την κοιτάζεις και ψαύεις το κορμί της να βρείς το ρυθμό των κινήσεων του σώματος της, τα νερά της, τα νεύρα της, περιτρέχεις με τα τρυφερά απο τον καημό ακροδάκτυλα σου το περίγραμμα και σχηματίζεις νοερώς το σχήμα που υπαινίσσονται οι κινήσεις στο σώμα της πέτρας.
Κι ύστερα αρχίζεις να γράφεις , να ιχνογραφείς μορφές , τον λόγο δηλαδή που βρήκες αφού φροντίσεις ώστε όλες οι γραμμές που θα φτιάξεις να είναι συμφιλιωμένες με το περίγραμμα της πέτρας αλλά και με τις άλλες τις εσωτερικές κινήσεις της.
Αμα δεν καταφέρεις να συμφιλιώσεις αυτό που έφτιαξες με αυτό που ήδη υπάρχει αδήλως στην πέτρα, τότε θα φορτώσεις ένα ξένο σώμα επάνω στην πέτρα και θα την βαρύνεις με ένα ἄχρηστο διάλογο.
Για τον ίδιο λόγο καλό είναι να εγκαταλείψεις και όλες τις δικές σου επιθυμίες να εκφράσεις δικά σου συναισθήματα επάνω στις πέτρες. Θα είναι ψέυτικο και διασπαστικό. Οι πέτρες έχουν την δική τους ζωή δεν χρειάζονται να τες δανείσεις τα δικά σου θέματα.
Δική σου δουλειά είναι να λειτουργήσεις ως χέρι, ως όργανο που θα επιτρέψει να φανερωθεί η ζωή της πέτρας. Όσο περισσότερο εσύ απουσιάζεις συναισθηματικά κι όσο περισσότερο παρίστασαι ως λόγος τόσο καλύτερο θα είναι το αποτέλεσμα, πιο αληθινό και λειτουργικό.
Ύστερα άμα φτάσεις στα ιδανικά- όσο γίνεται- σχήματα πάρε χρώματα του νερού για να μην κάνουν ξένο σώμα επάνω στην πέτρα και φρόντισε με ελάχιστες αποχρώσεις να βγάλεις με ίσκιους απαλούς τρυφερά τα σχήματα και να αναδείξεις την ζωή της πέτρας με απλότητα.
Άμα ὀλα πάνε καλά-σπάνια βεβαια πάνε καλά – θα έχεις φτιάξει, ίσως, ένα έργο κόσμημα, δηλαδή ένα έργο που θα ομοιάζει ομολόγως με τον κόσμο , που θα έχει του κόσμου την αρμονία και την οργανικότητα αυτή που τείνει ολοένα προς την αδιάλειπτη συνέχεια και την των πάντων ενότητα κι όχι προς την εγωιστική διάσπαση και το θάνατο.
Ώρες της Πομπηίας .
Μελάνια σε πέτρες Υμηττού. 2020.