Ο έρωτας αρχάγγελος μαχαίρι κρατεί και πονάει όσους τον ποθούν. Μελἀνια σε χαρτί Lokta. 2007
Διαχρονικά στην ελληνική παράδοση η γραφή είχε διττό νόημα. Αυτό της γραφής και αυτό που σήμερα ονομάζουμε ζωγραφική. Και στις δύο περιπτώσεις αυτό που η χρήση της λέξης δηλώνει είναι πως η πράξη της γραφής είναι μια ενέργεια που μορφοποιεί όσα το υποκείμενο έχει στην συνείδησή του. Αυτό που διαφοροποιεί τις τέχνες είναι οι μορφές που χρησιμοποιούνται προκειμένου να οπτικοποιηθεί το περιεχόμενο της συνείδησης. Τα γράμματα, που αρχικά ήταν εικαστικές μορφές , και οι εικαστικές φόρμες που λογίζονται ως γράμματα ή λέξεις, ή και φράσεις.
Σε κάθε περίπτωση αυτό που έχει σημασία είναι πως η γλώσσα και οι λέξεις της λένε κάτι ιδιαίτερα σημαντικό τουλάχιστον για την ζωγραφική που μάλλον έχει χαθεί στην διαδρομη των αιώνων με την επίδραση άλλης φιλοσοφίας στο θέμα αυτό.
Η ζωγραφική είναι γραφή, είναι μια καταγραφή δηλαδή του περιεχομένου μιας συνείδησης. Είναι οπτική μαρτυρία για τα αισθήματα, τα συναισθήματα και τις σκέψεις ενός υποκειμένου και ως έτοια δεν υπακούει σε κάποια εξωτερική δέσμευση και σε αντικειμενικές νόρμες κι “αλήθειες”. Δεν είναι δηλαδή το οπτικό φαινόμενο του κόσμου και της φαινόμενης πραγματικότητας και η μίμηση του αυτό που ορίζει την εικαστική πράξη και τις αξίες της. Αυτό που ορίζει την αξία του εικαστικού εγου τέχνης σχετίζεται μέ άλλα πράγματα και μάλλον με την λειτουργία του, με τον τρόπο δηλαδή που αυτό μπορεί να καταγράψει το γεγονός υποκείμενο-καλλιτέχνη ως πρός μια κοινότητα, έναν δήμο.
Έτσι η ζωγραφική ως γραφή είχε πάντα στον ελληνικό κόσμο λειτουργικό λόγο ύπαρξης και έτσι κρινόταν.
Γιαυτό ούτε η μίμηση της “φύσης”, ένας στείρος δηλαδή ρεαλισμός, ούτε η αφαίρεση , ούτε η διακοσμητικότητα και ο εξπρεσσιονισμός ποτέ δεν ήταν αυτοσκοπός στην εικααστικλη αυτή παράδοση, στο σώμα αυτό. Όλα κρίνονταν στην λειτουργία τους και στην ικανότητά τους να παράγουν ζωη ως κοινωνία.