Λέγει ο άγιος Ιωάννης ο σιναΐτης στο τελευταίο κεφάλαιο της Κλίμακος των Αρετών πως ο πραγματικός διδάσκαλος είναι εκείνος που διδάσκει όσα έχει πάθει, όσα κατέχει απο την πνευματική εμπειρία της θεϊκής έλλαμψης κι όχι εκείνος που απλώς χρησιμοποιεί κι επαναλαμβάνει λόγια ξένα προς αυτόν μέσα απο βιβλία γραμμένα απο ἀλλους στα οποία καταγράφεται η εμπειρία εκείνων. Και εντελώς αναπάντεχα κάνει ενα συσχετισμό με τους ζωγράφους. Λέγει πως, δεν αρμὀζει σε διδασκἀλους να αντιγράφουν, όπως ακριβώς δεν θεωρείται πρέπον και για τους ζωγράφους να αντιγράφουν (προφανώς εννοεί να αντιγράφουν πιστά-φωτογραφικά θα λέγαμα σήμερα) παλαιούς πἰνακες.
Κι επειδή το ζήτημα που διαπραγματεύται είναι ο διδάσκαλος και οι προϋποθέσεις του, θεωρούμε πως η αναφορά που κάμνει στους ζωγράφους γίνεται διότι μάλλον στην εποχή τους ήταν αυτονόητο πως οι ζωγράφοι δεν αντέγραφαν απο παλαιούς πἰνακες.
Ας μην μπούμε στον πειρασμὀ, εκκινώντας απο την γενικόλογη αυτή, αναλογικής φύσεως, αναφορά του αγίου Ιωάννη και να γενικεύσουμε και να φτάσουμε σε βεβιασμένα συμπεράσματα για την πρακτική της αντιγραφής που επικρατεί σήμερα στην τέχνης της εικόνας. Δεν μπορούμε όμως να παραβλέψουμε κάτι σοβαρό. Τον τρόπο που σκέφτεται σχετικά με την διδασκαλία και με την μεταβίβαση της γνώσης και της εμπειρίας.
Στη βάση της διαδικασίας αυτής οφείλει να υπάρχει μια εμπειρική βάση για να είναι πραγματική η διδασκαλία κι όχι κενά λόγια, σα να λέμε άδειες ωραίες φόρμες και κομψές γραμμές δίχως “ουσία”. Η διδασκαλία όπως και η τέχνη πρέπει να καταγράφει μια εμπειρία κι όχι να επαναλαμβάνει αλλότριες λέξεις και ξένες φόρμες και συνθέσεις οι οποίες αλλων την εμπειρική ζωη σχηματοποιούν και φανερώνουν.