ΑΝΕΣΤΙΟΙ ΠΡΟΣΦΕΥΓΟΝΤΕΣ ΙΙ
του Μάνου Στεφανίδη ( Ιστορικού τέχνης)
Αγαπώ εκείνη την τέχνη που αγαπάει την υπέρβαση, που βυθοσκοπεί το παρελθόν για να συλλαβίσει, όπως μπορεί κι όσο της επιτρέπεται, το μέλλον, που ενώ αγνοεί τις απαντήσεις, δεν διστάζει να δοξάζει τα ερωτήματα, που δεν είναι ευχάριστη αλλά εύχαρις και που γνωρίζει καλά ότι το δράμα των μορφών – και συνακόλουθα των ψυχών που οι μορφές εγκολπώνονται – μπορεί να ελλοχεύει και στον πιο αθώο ή εύκολο διακοσμητισμό. Αρκεί… Αρκεί να περισσεύουν η ταπεινότητα και το δέος, κινητήριοι μοχλοί που συγκροτούν και συγκρατούν κάθε μεγάλο έργο τέχνης.
“Και είχεν αυταίς τρόμος και έκστασις”, ο διαχρονικός ορισμός της καθ’ημάς υψηλής δημιουργίας. Τέλος αγαπώ εκείνη την τέχνη που να μπορεί και κατασκευάζει φως από το σκότος, πού ντύνει με πρόσωπα στο άκρο και δεν φοβάται να αναμετρηθεί με το αόρατο ενώ κατά βάθος ξέρει πως η όποια νίκη της σ’ αυτό το πεδίο δεν μπορεί παρά να είναι προσωρινή. Μ’ άλλα λόγια αγαπώ εκείνη την τέχνη που μπορείς να την βλέπεις με τα μάτια ανοιχτά αλλά και να την ονειρεύεσαι έχοντας σφαλίσει το βλέμμα. Τέχνη, φυγή και καταφυγή, τέχνη, αλλόκοτο πέρασμα στο αδιανόητο, τέχνη, ταξίδι στο ανείπωτο.
Ο ζωγράφος Γιώργος Κόρδης, δεκαετίες τώρα, διακονεί μεθοδικά όσο και παθιασμένα ένα άκρως προσωπικό όραμα στο οποίο συνυπάρχουν η άτεγκτη γλώσσα του βυζαντινού ιδιώματος αλλά και η τολμηρή εκκοσμίκευση, η μεταφορά στο σήμερα και τις ανάγκες του χωρίς καλλιγραφικές εκπτώσεις ή φορμαλισμούς όλου αυτού του τρομακτικού υλικού. Και αυτό είναι αληθινό επίτευγμα. Επειδή ο Κόρδης αποδεικνύει εν τοις πράγμασι ότι καμία καλλιτεχνική έκφραση, όσο περίκλειστη και “ιστορικοποιημένη” κι αν είναι, δεν πεθαίνει, εκτός και αν εμείς την αφήσουμε να πεθάνει. Αλλά αντίθετα μπορεί να ζει εκτός μουσείων και να μιλάει για το τώρα και τις πληγές του με τρόπο βαρυσήμαντα ουσιαστικό. Γιατί περί αυτού πρόκειται. Ένας αγιογράφος στην εποχή των – ισμών, των μεταμοντέρνων φορμαλισμών – πως, τάχα, όλα πάνε με όλα – και των ακατάσχετων, όσο και ακατανόητων υποκειμενισμών, τολμάει να προτείνει συγχρόνως φόρμα, γραφή προσωπική, πειραματισμό αλλά και περιεχόμενο που να μην ομφαλοσκοπεί φλυαρώντας. Γιατί αυτό είναι η παρουσιαζόμενη, τόσο επίκαιρη ενότητα “Ανέστιοι – Προσφεύγοντες ΙΙ”.
Προς επίρρωση όλων των ανωτέρω επεξηγώ πως πρόκειται για μια τεράστια τοιχογραφία, μια ζωφόρο του ανθρώπινου πόνου και της προσφυγιάς που όμως συνελήφθη και εκτελέστηκε ηλεκτρονικά, δηλαδή άυλα, με χρήση της πιο προηγμένης τεχνολογίας, για να τυπωθεί ύστερα και να εκτεθεί ως ένυλη ζωγραφική σε μεγάλους καμβάδες.
Υπάρχουν ζωγράφοι πού ζωγραφίζουν αποκλειστικά με το μυαλό αλλά υπάρχουν κι άλλοι που ζωγραφίζουν μόνο με τη ψυχή τους. Που προτάσσουν δηλαδή το συναίσθημα σε κάθε τους επιλογή. Κι αυτό έχει ρίσκο. Άρα ένστικτο ή εκλογίκευση του αισθητικού;
Ο Αλμπέρ Καμύ έλεγε συχνά πως είναι αδύνατον να αντιληφθείς, να κατανοήσεις κάτι, αν πρώτα δεν το έχεις αισθανθεί με όλη σου την δύναμη… Οι ορθόδοξοι πατέρες το διατύπωναν αλλιώς: “Ο νους ξηραίνει τα πράγματα. Η καρδιά τα δροσίζει”. Ο Γιώργος Κόρδης ακολουθεί το σολωμικό πως πρέπει ο νους να διευθετήσει ό τι με θερμότητα η καρδιά συνέλαβε. Αυτή η διαδικασία, αυστηρή και κεκαυμένη συγχρόνως, χαρίζει σε έργα όπως η εκατόν ογδόντα τετραγωνικών μέτρων “Οδύσσεια” της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών ή η παρούσα ενότητα των Ανεστίων, την διαχρονικότητα τους.
Εκεί έξω τώρα οι πολλοί θεωρούν την τέχνη κάτι ευχάριστα ανώδυνο. Η αλήθεια όμως είναι πως η αληθινή τέχνη, ασχέτως αξιολογήσεων ή προσωπικών επιλογών, αν δεν είναι επώδυνη, πάντως δεν θέλει να εκλαμβάνεται σαν απλώς “ευχάριστη”. Η αληθινή τέχνη, αυτή που δεν αρκείται σε ρόλο διακοσμήτριας, (θέλει να) αμφισβητεί την κατεστημένη άποψη περί κόσμου. Θέλει περισσότερο από το να καταγράψει τον κόσμο, να τον νιώσει αληθινά. Να τον κάνει καλύτερο. Και αν μπορεί, να εξηγήσει τα μυστικά του…Δεν επιθυμεί δηλαδή να λειτουργεί ως φωτογραφία του κόσμου αυτού αλλά μάλλον σαν ακτινογραφία του.
Το σύνολο έργο που τιτλοφορείται και “Πρόσφυγες”, αποτελείται από οκτώ ενότητες διαρθρωμένες σαν μουσική φούγκα ή χορογραφία και τιτλοφορούνται ως εξής:
1, Έξοδος. 2, Δεσμοί. 3, Επιτάφιος. 4, Παραίτηση. 5, Επιτάφιος ΙΙ. 6, Πορεία θανάτου. 7, Φόβος-Επιτάφιος ΙΙΙ. 8, Υπόσχεση.
Έχει συντεθεί εξ ολοκλήρου ψηφιακά (!) σε iPad pro με το πρόγραμμα Procreate το οποίο χειρίζεται δεξιοτεχνικά ο αγιογράφος Κόρδης. Τυπώθηκε τον Ιούνιο του 2022 σε καμβά fine art Hahnemuhle και διαστάσεις 1.40 χ 22.66 μ. σε τρία αντίτυπα.
Στον τόπο αυτό όπου περισσεύουν οι γιορτές και τα επινίκια, ελάχιστοι σκέφτονται και τα μεθεόρτια. Δηλαδή το τέλος των πανηγυρισμών και την ώρα του υλικού ή συμβολικού λογαριασμού αυτών των εθνικών “πανηγύρεων”. Ιδιαίτερα οι ζωγράφοι, εγκλωβισμένοι συνήθως στην καταγραφή ενός μικροαστικού ιδεώδους, βολεύονται σε εύκολους συναισθηματισμούς και ελάχιστα βουλεύονται ή εκφράζονται πολιτικά. Ελάχιστα υπερβαίνουν τον μικρόκοσμο των ονειρώξεων τους. Και παρ’ ότι προσωπικά πιστεύω πως δεν μπορεί να υπάρξει έργο τέχνης που να μη φέρει έστω και ένα αρνητικό, πολιτικό πρόσημο, εντούτοις με ενοχλεί η επιμελής αποφυγή του “πολιτικού” από την αισθητική έρευνα… Όμως η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Αφού στην ελληνική ιστορία πάντοτε, σχεδόν νομοτελειακά, το κάθε ’21 το ακολουθεί το μαύρο ’22. Με όσες συνέπειες.
Η ελεγειακή αυτή σύνθεση του Γιώργου Κόρδη εκκινεί με τις αγαπητικές καμπύλες μιας joie de vivre, φτάνει σε οξύφωνες κορυφώσεις από μια “Κοιλάδα του Κλαυθμώνος” σαν εκείνη του Κόντογλου, ακραγγίζει με την δωρική της μνημειακότητα και το κυρίαρχο grisaille την Guernica του Picasso, δεν αποποιείται λυρικούς γλυκασμούς και θερμές αποχρώσεις που παραπέμπουν στον Επιτάφιο του Νέρεζι ή στις κομνήνειες εκκλησίες της Καστοριάς. Ενώ οι αντίστοιχοι στίχοι του Γιάννη Ρίτσου επενδύουν ρηματικά και συμβολικά τις εικόνες δίνοντας το μέτρο του λόγιου όταν μεταλαμβάνει το λαϊκό. Στο βάθος της σύνθεσης κι όταν μισοκλείσεις τα μάτια, ακούγεται θαμπά ένα μοιρολόι. Πάντα μια μάνα, μια πατρίδα χαμένη, ένας γιός νεκρός, ένα κορίτσι που δεν πρόλαβε ν’ αγαπηθεί. Οι ανέστιοι και οι προσφεύγοντες του κόσμου τούτου. Οι αδικημένοι από τους αδίστακτους. Το αφουγκράζεστε;
6.6.’22 Μάνος Στεφανίδης
ΕΚ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΖΩΗΝ
Οι ζωγραφιές των ξερριζωμένων που γίνονται προσευχή
του Δημήτρη Κοσμόπουλου, ποιητή.
Πώς λέγεται το ανομολόγητο; Πώς φυλακίζεται στην έκφραση το αδιανόητο και το τερατώδες; Θαρρεί κανείς πως είναι αδύνατο να συλλάβει κανείς το βάρος του ανθρώπινου πόνου. Μολαταύτα όταν η ψυχή ξεριζώνεται από τις θύελλες του μαρτυρίου, εκεί που λέει κανείς πως υπερβαίνεται κάθε γλώσσα μπροστά στη βουβή οδύνη-εκεί είναι ακριβώς όπου ανάβει η θρυαλλίδα, το μυστικό φυτίλι στους μυχούς των πιο απόμερων σημείων της καρδιάς και της μνήμης και αναδύονται οι φλογισμένες εικόνες που ομολογούν τον πόνο και την πληγή, για να έρθει η κάθαρση. «Μαζεύοντας το αίμα της πληγής μας/να βγούμε από το αίμα της πληγής μας/ρόδο ν΄ ανθίσει το αίμα της πληγής μας», τραγούδησε ο Μικρασιάτης Γιώργος Σεφέρης.
Για να ανάψει αυτή η φλόγα που θα δώσει τις πυρίκαυστες ,μέσα στην εγκαυστική της μνήμης και του άλγους εικόνες, χρειάζεται πάντα εκείνος ο οποίος θα προσλάβει εντός του όλο το δράμα και την κοσμοχαλασιά του, για να ιστορήσει την εικόνα της ανθρώπινης περιπέτειας. Εκείνος που θα γίνει το αντηχείο του μυστικού ρυθμού για να κρατηθεί η μνήμη αιωνίως ζωντανή. Ο χρωστήρας του Γιώργου Κόρδη μέσα από το ανεπανάληπτο, με καιρό και με κόπο (Σολωμός) κατακτημένο ιδίωμά του έχει φανερώσει από την αρχή της ζωγραφικής του παρουσίας μέχρι τώρα «αλλόκοτους» και παράξενους για τα τρέχοντα εικαστικά μας ειωθότα καρπούς. Το προσωπικό του ιδίωμά ξεκινάει ως τόκος της εικονογραφικής λατρευτικής ιστορήσεως καί συνεχίζει από έργο σε έργο κι από σύνθεση σε σύνθεση, δεκαετίες τώρα μια πορεία εσωτερικού μεστώματος που διυλίζει τις μορφές μέσα στο καμίνι μιας αγαπητικής σχέσης με τα πράγματα και τον κόσμο. Θα μπορούσα για να είμαι πιο ακριβής, να μιλήσω για έναν ζωγραφικό τρόπο ο οποίος όσο εξακτιδώνεται προς διαφορετικές και πολυποίκιλλες θεματικές περιοχές, τόσο ταυτοχρόνως εσωτερικεύεται με μιαν αδιόρατη αλλά διακριτή στο αποτέλεσμα τελετουργία ωριμάνσεως, έτσι ώστε να αποκαλύπτεται ο υποστατικός χαρακτήρας των πραγμάτων και των προσώπων των ιστορουμένων.
Με άλλα λόγια η ζωγραφική του Κόρδη είναι το αντηχείο που αποθησαυρίζει τον αέρα του τραγικού και του μαρτυρικού ώσπου αυτό να γίνει πηγή παραμυθίας. Στην επιβλητική και ιεροτελεστική σύνθεσή του για τους ανέστιους, τους ξερριζωμένους, και ανελέητα πελεκημένους από τις μυλόπετρες της ιστορίας πρόσφυγες, ο Κόρδης δημιουργεί μία Ακολουθία. Αναφέρομαι στην ιερατική και ιεροτελεστική σημασία της λέξης. Για μια ιεροτελεστία με αυστηρή και πειθαρχημένη δομή και ωστόσο απεριόριστη ελεύθερη στην πολυσημία των αποκρυσταλλώσεών της. Ο χορός των προσώπων των καταδιωγμένων από τα χώματά τους το ΄22 γίνεται χορός αρχαίας τραγωδίας και συνάμα χορός ιεροψαλτικός, όπου τα στεγνωμένα και βαθιά χαρακωμένα από τον ανεκλάλητο πόνο, φερέοικα και πλάνητα πρόσωπα αργοσαλεύουν μέσα στη σιωπή τους άδοντας την ανείπωτη πίκρα από τον βίαιο αφανισμό.
Η σύνθεση δομείται σε επιμέρους ενότητες. Στην πρώτη ενότητα των Ανεστίων οι ψηλόλιγνες και ιεροπρεπείς φιγούρες της δοκιμασίας αφήνουν πίσω τους τα καιόμενα πατρώα μέρη και τους νεκρούς. Δεν υπάρχουν χρώματα. Η αδερφωσύνη τους μέσα στον τρόμο του θανάτου και στην πυρπόληση των εφέστιων Τρωάδων σημαίνεται από μία λύπη εσωτερική, στην οποία συμπαραστέκει βουβός μπροστά στην φρίκη των ανθρωπίνων ο ουρανός που έχει ανοίξει τις αγκάλες του, όπως φτερούγες αγγέλων, ματωμένες από το λύθρο των χωμάτων. Από τα ίδια ματωμένα χώματα-για να θυμηθούμε τον τίτλο ενός από τα εμβληματικώτερα έργα μαρτυρίας για την καταστροφή του ΄22, το μυθιστόρημα δηλαδή της Διδώς Σωτηρίου- αχνοβάφεται και η θάλασσα. Όμως η θάλασσα καταυγάζεται από το φωτεινό γαλάζιο, εκεί, στην ακτή που έχουν φτάσει την ώρα του αποχωρισμού από τις εστίες τους. Η θάλασσα, σηματοδοτεί συνάμα και μία κιβωτό φωτός, ελπίδας, και γαλήνιας μέρας της ζωής, για την συνέχεια όσων επέζησαν. Η θάλασσα, τρυφερή μήτρα του αέναου ταξιδιού, με τα νερά της γεννημένα από την πηγή της μνήμης και της παρθενικότητας ενός βίου που θα τροφοδοτεί από την ώρα του αποχωρισμού και μετά, μόνο την αδηφάγα ανάμνηση. Που θα γίνεται το ακοίμητο καντήλι, για να φέγγει με αποθέματα αγάπης και υπομονής το κλυδώνιο του βίου από την καταστροφή και μετά.
«Περάσαμε κάβους πολλούς πολλά νησιά τη θάλασσα/
που φέρνει την άλλη θάλασσα, γλάρους και φώκιες.
Δυστυχισμένες γυναίκες κάποτε με ολολυγμούς
κλαίγανε τα χαμένα τους παιδιά
κι άλλες αγριεμένες γύρευαν το Μεγαλέξαντρο
και δόξες βυθισμένες στα βάθη της Ασίας.
Αράξαμε σ’ ακρογιαλιές γεμάτες αρώματα νυχτερινά
με κελαηδίσματα πουλιών, νερά που αφήνανε στα χέρια
τη μνήμη μιας μεγάλης ευτυχίας.
Μα δεν τελειώναν τα ταξίδια.
Οι ψυχές τους έγιναν ένα με τα κουπιά και τους σκαρμούς
με το σοβαρό πρόσωπο της πλώρης
με τ’ αυλάκι του τιμονιού
με το νερό που έσπαζε τη μορφή τους.
Οι σύντροφοι τέλειωσαν με τη σειρά,
με χαμηλωμένα μάτια. Τα κουπιά τους
δείχνουν το μέρος που κοιμούνται στ’ ακρογιάλι.
Κανείς δεν τους θυμάται. Δικαιοσύνη.
(Γιώργος Σεφέρης. 1935. Μυθιστόρημα. )
Κατά την δικαιοσύνη λοιπόν των ανθρώπων την οποία προαναγγέλλουν οι τσακισμένες μορφές του πόνου στο ακρογιάλι του αποχωρισμού, κατά την δικαιοσύνη δηλαδή τα νεοελληνικής αμνησίας, κανείς δεν έπρεπε να θυμάται. Γιατί η θύμηση του σταυρού ενοχλεί σαν ανυποχώρητος αχινός τα παχυλά σπλάγχνα της καλοζωίας. Τα πρόσωπα των ανυπόδητων μελλούμενων προσφύγων την ώρα που αποχαιρετίζουν τον τόπο τους μέσα από την γεμάτη υπόγεια ένταση κίνηση του πρωτοκορυφαίου νέου της συνοδείας, του πρώτου του χορού, υψώνουν τις Εικόνες: το νέο παιδί μπροστά απ΄ όλους, δίπλα στη θάλασσα, πάνω στην αμμουδιά, υψώνει την φωτογραφία ενός άντρα –του χαμένου πατέρα;
Με τη φωτογραφία σου,
στέκω και κουβεντιάζω
Και της μιλώ δε μου μιλεί,
αχ και βαριανεστενάζω.
Για δες φωτιά για δες καπνός
για δες εκεί ντουμάνι
που βγαίνει απ’ το σπιτάκι μου,
αχ κι όλο τον κόσμο πιάνει-
μοιάζει να ακούγεται υπόγεια από τα βάθη μέσα στη σταυρωμένη πορεία όλων των βαθουλωμένων από το καλέμι της οδύνης προσώπων που συναπαρτίζουν «το ανθρώπινο κοπάδι», για να θυμηθούμε τον Παλαμά. Η σύνθεση του Κόρδη είναι μια λυρική εποποιία αυτής της τραγωδίας. Νέα παιδιά μεταφέρουν τους χιονόλευκους γέροντες πατέρες στους ώμους τους , όπως ο Αινείας μετά την πυρπόληση της Τροίας. Γυναίκες κρατούν τα παιδιά τους, θηλάζουν τα μωρά τους κι όλο προχωρούν. Δίπλα τους πάντα το υποσχετικό γαλάζιο της μιασμένης από το αίμα θάλασσας που επιμένει. Γερόντοι και γερόντισσες κρατούνε στα χέρια τους τα ιερά καταπιστεύματα, τεκμήρια πίστης και βιοτής που χάνεται στις χιλιετίες:, εικόνες, λείψανα, ιερά βιβλία. Κάποιοι στο δρόμο λυγίζουν κι αφήνουν τη ζωή τους να πετάξει σαν τα πουλιά που αφήνουν κάποιες γυναίκες να φεύγουν από τα κλουβιά τους. Κι εκεί σταματούν. Γίνονται μυροφόροι και μυροφόρες. Κι όσο δάκρυ έχει απομείνει στη στεγνωμένη τους ψυχή, αναβλύζει για εκείνους που δεν άντεξαν. Κι όλο τούτο το κακό και η χλαπαταγή του οδηγούν τα ματωμένα από τον αδιάκοπο δρόμο ποδάρια τους, σε πρόσκαιρη παράλυση κι ακινησία. Παραιτούνται προσώρας με τους νεκρούς στην αγκαλιά, ενώ με σταυρωμένα χέρια κατευοδώνουν προσευχητικά όσους δεν άντεξαν. Άγγελοι που δεν φαίνονται αλλά μαντεύονται, λευκοχίτωνες μέσα στη σύνθεση του Κόρδη, αποδιώκουν το θάνατο που έχει πιάσει αδιάκοπη δουλειά με το δρεπάνι του.
Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι η πλατειά αυτή σύνθεση του Γιώργου Κόρδη, θα την χαρακτήριζε κανείς γιγάντια, (αντίστοιχη στην ελληνική εικαστική παράδοση μόνο αυτήν του γλύπτη Χρήστου Καπράλου βρίσκουμε), δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι δομείται σε οκτώ ενότητες: Έξοδος, Δεσμοί, Επιτάφιος Α΄, Παραίτηση, Επιτάφιος Β΄, Πορεία Θανάτου, Επιτάφιος Γ’, Υπόσχεση. Έχουμε να κάνουμε λοιπόν με μία Έξοδο βίαιη, μια απόσχιση από τη συνέχεια της ζωής, μια διόδευση μέσα από τα φαράγγια του Άδη, ώσπου να ξαναβρούν το φως.
Ζώης και οράς φάος ηελίοιο, όπως έλεγε ο παππούς τους ο Όμηρος. Η Έξοδος των Ανεστίων του Κόρδη, θυμίζει πολύ τα γραμμοφωνημένα σε φθαρμένους δίσκους των 78 στροφών μικρασιατικά τραγούδια που μπόλιασαν με νέους χυμούς την μουσική μας. Θυμίζει τον Επιτάφιο Θρήνο, ψαλμένο σε πανάρχαιες εκκλησίες πελεκημένες μέσα στην πέτρα. Θυμίζει την αποθησαυρισμένη πολυφωνία της πολύτομης Εξόδου, που εγκιβωτίζει τις μαρτυρίες αυτών των Ανεστίων, μέσα από την τιτάνια προσπάθεια περισυλλογής, που έκαναν όχι Ελλαδίτες που αποσκοράκιζαν την καταστροφή γιατί ήθελαν να την ξεχάσουν, αλλά δυό «ξένοι», περισσότερο Έλληνες από τους Έλληνες, οι Γάλλοι Οκτάβιος και Μέλπω Μερλιέ.
Εκεί, σε αποσπάσματα μαρτυριών όπως το κάτωθι, του Β. Ράλλη από το Τσανταρλί από τον πρώτο τόμο του βιβλίου Έξοδος ψηλαφούμε τι σημαίνει να κόβεις τις ρίζες του ανθρώπου:
«Δεν θέλω να τα θυμάμαι… Εγώ έγινα η αιτία που κατασφάχτηκαν τα παιδιά και η γυναίκα μου. Κοίταγα να πάρω το βιος, κοίταγα να σώσω τ’ άψυχα. Να μην τα θυμούμαι, βαραίνει η ψυχή μου! Και μου φώναζε το παιδάκι μου “Πατέρα πάρε μας”. Και εγώ ο κοκορόμυαλος του έλεγα: “Θα γυρίσω”, λες και ήτανε στο χέρι μου. Δεν το φαντάστηκα. Έβαλα σε μια βενζινάκατο όλα τα καλά που είχα, τράβηξα για Μυτιλήνη και είπα θα γυρίσω.Μα δεν πρόλαβα, έπεσε σφαγή. Τους βάλανε όλους μέσα στο φρούριο και έπεσε πελέκι’ τέσσερα παιδιά και η γυναίκα μου, πάνε από μένα. (…)Μείναν τα νυφικά της κακόμοιρης της γυναίκας μου και σαν ξαναπαντρεύτηκα τα βρήκε τούτη δω, τα ξήλωσε και τα έκανε φουστάνια δικά της. Έτσι είναι. “Πατέρα πάρε μας!” Εγώ πουθενά».
Ο χρωστήρας του Κόρδη λοιπόν, δημιουργώντας το μείζον μέχρι τώρα έργο του, περνάει με απόλυτο έλεγχο των χρωμάτων του και του σχεδίου του ολόκληρο το πένθος, ολόκληρη την συντριβή, εκείνων που είδαν κατάματα «μαβιά μεγάλα τα μάτια της ολόκληρης καταστροφής»- πάλι ο Σεφέρης. Και φτάνουν όσοι έφτασαν στην «μητέρα πατρίδα». Στην τελευταία ενότητα του έργου, στην Υπόσχεση, ο Κόρδης βάζει τις πικρές γυναίκες με το πένθος των αιώνων, ψιλόλιγνες σαν κυπαρίσσια, να αγκαλιάζουν τους τόπους, με τον διακαμό τους, τον ίσκιο τους δηλαδή, τρανότερο από τα σπίτια και τους ανθρώπους. Τις έχει τρανέψει και λιγνέψει ο πόνος. Τις έχει αγιάσει η υπομονή. Γονυπετές μπροστά τους το μικρό παιδί βγάζει από τη θάλασσα που έχει το χρώμα χρυσαφένιας φλόγας εδώ, μια μικρή κόκκινη βαρκούλα. Και ώ των θαυμασίων! Μέσα από τη βαρκούλα αυτή, βλαστάνει και τινάζεται ανυπότακτο στη φαιοπράσινη αντιλαμπή του, μια ευλύγιστη ατμίδα καπνού, ένα μικρό κυπαρίσσι. Η κυπάρισσος της μνήμης, που όπου και να την αγγίξεις πονεί. Η κυπάρισσος του «πάντα» και του «δεν ξεχνώ». Γιατί η καρδιά των προσφύγων τραγουδά πάντα το πανάρχαιο λατρευτικό τραγούδι του προφητάνακτος ψαλμωδού, έτσι όπως το μετέπλασσε με ισόκυρη ποιητική δύναμη, ο μάστορας της πέννας και της εικόνας, δάσκαλος του Κόρδη, Φώτης Κόντογλου:
Σιμά στον ποταμό της Βαβυλώνας, εκεί καθίσαμε και
κλάψαμε, φέρνοντας στο νου μας τη Σιών·
απάνου στις ιτιές, στη μέση της πολιτείας, κρεμάσαμε τα
όργανά μας·
γιατί κείνοι που μας σκλαβώσανε, μας ζητήξανε να τους
τραγουδήσουμε,
κι εκείνοι που μας σουργουνεύανε μας είπανε: παίξτε μας
απ΄ τα τραγούδια της Σιών.
Πώς να τραγουδήσουμε τον Ύμνο του Κυρίου απάνου
σε ξένη γης;
αν σε ξεχάσω, Ιερουσαλήμ, να μαραθή το χέρι μου·
να κολλήση η γλώσσα μου στο λαρύγγι μου, αν σε βγάλω
απ΄ το νου μου.
Αν δεν πω τόνομα της Ιερουσαλήμ
πριν αρχινήσω να φραίνουμαι. […]
(Ψαλμός 136)
Ο Γιώργος Κόρδης, ζωγράφος και εικονογράφος με στίγμα ρωμαλέο και συνάμα λεπταίσθητο, μας έδωσε το καλύτερο συνθετικό ζωγραφικό έργο που έγινε με αφορμή τα εκατό χρόνια της μικρασιατικής καταστροφής. Με τον ιδιοφυή του, απολύτως πρωτοποριακό μοντερνισμό, που καταρδεύεται από τον καθ’ ημάς ζωγραφικό τρόπο, σε αέναη συνομιλία και διασταύρωση με τα σύγχρονα ζωγραφικά ρεύματα. Οι Ανέστιοι γίνονται το θρηνητικό τραγούδι του κάθε πρόσφυγα, του κάθε ανθρώπου που έγινε «πραμάτεια», πάλι κατά τον Σεφέρη, σε έναν κόσμο που έχει μετατραπεί κατά τον στίχο του ποιητή «σε απέραντο ξενοδοχείο». Mε την πατρίδα να έχει γίνει ξένη και μητριά.
Μάιος 2022
Δημήτρης Κοσμόπουλος